ΣΕΛΙΝΟ
Όνομα : Apium graveolens L., άπιο το βαρύοσμο, αγριοσέλινο.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα, που το είχαν ως σύμβολο του πένθους. Ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης το ονόμαζαν ελειοσέλινο, ενώ ο Όμηρος ελεόθρεπτο. Στους αγώνες των Νεμέων στεφάνωναν τους νικητές με σέλινο.
Περιγραφή : Είναι διετές πόα. Έχει βλαστό λείο, κοίλο, αυλακωτό ή γωνιώδη, πολύκλαδο, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα φτεροειδή λεία και άνθη μικρά, άσπρα σε μασχαλιαία ή ακραία σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε έλη και αλμυρά εδάφη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ενώ καλλιεργείται σχεδόν παντού. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτρια – πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Ως εδώδιμο συλλέγεται το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, εδώδιμο και μελισσοτροφικό. Οι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται ωμοί ή μαγειρευμένοι και θεωρούνται αντιπυρετικοί, εμμηναγωγοί, εκτρωτικοί, τονωτικοί, διουρητικοί, αντιρρευματικοί, αντιαρθριτικοί, ευστόμαχοι και αποχρεμπτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται φυσητικά και καταπραϋντικά των νεύρων.
ΚΥΜΙΝΟ
Όνομα : Cuminum cyminum L., κύμινο.
Οικογένεια : Apiaceae, (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης κ.α. Επίσης αναφέρεται στη Βίβλο. Ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών απ' όπου διαδόθηκε στην Ασία (Ινδία κλπ.) όπου επίσης καλλιεργείται από αρχαιοτήτων χρόνων.
Περιγραφή : Είναι φυτό μονοετές. Έχει βλαστό όρθιο, ύψους 30-40 εκατ., φύλλα σχισμένα με νηματοειδή τμήματα, και άνθη άσπρα ή ροζ σε επάκρια σκιάδα. Ο καρπός του είναι προμήκης, αυγοειδής, μήκους 5-6 χιλιοστών, με ιδιάζουσα οσμή και γεύση ελαφρώς πικρή – αρωματική.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην Ελλάδα, ενώ καλλιεργείται σε μικρή έκταση στη Χίο. Ευδοκιμεί σε περιοχές με πολύ ήπιο κλίμα και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη στα «πεταχτά» ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.. Άνθηση : Ιούνιος.
Συλλογή : Οι καρποί όταν τα φυτά αρχίζουν να ξηραίνονται και αυτοί παίρνουν γκριζοπράσινο χρώμα.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, αρτυματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως άρτυμα που καταναλίσκονται σε μεγάλες ποσότητες ιδίως στις ασιατικές χώρες. Επίσης θεωρούνται ευστόμαχοι, αντιδιαρροϊκοί και αντιδυσεντερικοί. Το αιθέριο έλαιο από τους καρπούς χρησιμοποιείται σπανίως στην αρωματοποιία
ΜΑΡΑΘΟΣ
Όνομα : Foeniculum vulgare Mill., φοινίκουλο το κοινό, μάραθο, μάλαθρο και λανθασμένα γλυκάνισος.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατά μία εκδοχή ο Μαραθώνας πήρε το όνομά του από το μάραθο που υπήρχε σε αφθονία εκεί κατά την αρχαία εποχή. Από την εποχή του Ιπποκράτη οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως ορεκτικοί, διουρητικοί, αντιπυρετικοί κλπ..
Περιγραφή : Είναι μονοετές, διετές ή πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, πολύκλαδο, λείο, ύψους 1-1,5 μ., φύλλα λεία, τριπλά ή πολλαπλά φτεροσχιδή και άνθη μικρά κίτρινα, σε ακραία σκιάδια. Ο καρπός (μαραθόσπορος) έχει χρώμα κιτρινωπό, πράσινο ή γκριζοπράσινο.
Οικολογία : Ο πολυετής μάραθος αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο απ' ευθείας στο χωράφι σε γραμμές που απέχουν 40-60 εκατ. Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Οι καρποί όταν ωριμάσουν και πάρουν χρώμα γκριζοπράσινο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται στην αρτοποιία και στην Παρασκευή του ούζου και τσίπουρου, ενώ θεωρούνται διουρητικοί, αποχρεμπτικοί, αντισπασμωδικοί, αεραγωγοί, ορεκτικοί, γαλακτογόνοι, αντιβηχικοί, αντιβρογχητικοί και ευκοίλιοι.
ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ
Όνομα : Petroselinum sativum Hoffm., πετροσέλινο το εδώδιμο, μακεδονίσι, περσέμολο, μυρωδιά, κοντουμέντο.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονόμαζε ορεισέλινο και ο Διοσκουρίδης πετροσέλινο και το συνιστούσε μόνο ως φαρμακευτικό.
Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό λείο, γραμμωτό κατά μήκος, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα τα κατώτερα 2-3 φτεροσχιδή, σε αυγοειδή τμήματα, σφηνοειδή τρισχιδή, οδοντωτά, ενώ τα ανώτερα τρισχιδή με ακέραια τμήματα, γραμμοειδή – λογχοειδή και άνθη πρασινοκίτρινα, σε μακρόποδα σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, ενώ καλλιεργείται σε μικροεκτάσεις ή σε κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο και οι καρποί όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα θεωρούνται χολαγωγά και διουρητικά, ενώ οι καρποί και προπαντός οι ρίζες επίσης διουρητικές και ορεκτικές.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Asteraceae ( Compositae), σύνθετα
ΡΑΔΙΚΙ
Όνομα : Cichorium intybus L., κιχώριον το ίντυβο, πικραλίδα, πίκρα, πικροκόλλα, ποκρομάρουλο, πικρορράδικο, αροδίκι, παπαδούλια, κιχώρι.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κιχόρη ή κιχόριο και ο Διοσκουρίδης ως ήμερο σέρι. Ο Γαληνός το χαρακτήριζε ως φίλο του ήπατος και του στομαχιού.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, σκληρό, ύψους 80-100 εκατ., φύλλα τα κατώτερα φτεροσχιδή, τα υπόλοιπα λογχοειδή περίβλαστα και άνθη κυανά, ανά 2-3 σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Τα φύλλα σ΄ όλη τη βλαστική περίοδο και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα του τρώγονται βρασμένα, η δε ρίζα του όταν καβουρντιστεί είναι ένα από τα καλύτερα υποκατάστατα του καφέ. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, ορεκτικό, ευστόμαχο, ηπατικό, χολαγωγό, διουρητικό, εφιδρωτικό, ανθελμινθικό, καθαρτικό, καταπραϋντικό και αντιδιαβητικό.
ΙΝΟΥΛΑ
Όνομα : Inula viscosa (L) Ait., ίνουλα η ιξώδης, κόνυζα, νεροκόνυζος, νεροκολλησιά, κόντζα, ήμερη σκουντζιά, γκρουζιά, ψυλλίστρα, ψυλλήθρα, στρογγυλόχορτο.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την κόνυζα την αρσενική του Θεόφραστου και την κόνυζα τη μεγάλη του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, κολλώδη, εύοσμο, ύψους 40-100 εκ., φύλλα λογχοειδή, ακέραια, οδοντωτά, ημιπερίβλαστα και άνθη κίτρινα σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Αύγουστος – Οκτώβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο από φυτά ηλικίας τουλάχιστον 3 χρόνων.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται εντομοκτόνο, μαλακτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και εμμηναγωγό.
ΧΑΜΟΜΗΛΙ
Όνομα : Matricaria chamomilla L., ματρικάρια το χαμόμηλο, χαμαίμηλο, χαμομήλι, χαμόμηλο, χαμομηλιά, χαμομάθαις, ασπρολούλουδο, παναϊρίτσα, μαρτολούλουδο, λουλούδι τα' Αη-Γιώργη.
Οικογένεια : Asteraceae, (Cimpositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης το συνιστούσε ως εμμηναγωγό και κατά της υστερίας, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε αντιπυρετικό, παυσίπονο, διαλυτικό και επίσης εμμηναγωγό.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό λείο, πολύκλαδο, όρθιο, ύψους 10-35 εκατ., φύλλα δις ή τρις φτεροσχιδή και άνθη ασπροκίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά -μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι στα πεταχτά ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.
Άνθηση : Απρίλιος - Ιούνιος.
Συλλογή : Τα άνθη όταν ανοίξουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ΄ τα άνθη του παρασκευάζεται ένα από τα καλύτερα ευστόμαχα αφεψήματα γιατί περιέχει χαμαζουλένιο που έχει αντοφλογιστικές ιδιότητες. Τα άνθη θεωρούνται επίσης αντιπυρετικά, ευκοίλια, χολαγωγά, αεραγωγά, ανθιλμινθικά, ορεκτικά, σιελογόνα, εμμηναγωγά, σπασμολυτικά, αντιαλεργικά, επουλωτικά και καταπραϋντικά των νεύρων.
ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟ
Όνομα : Silybum marianum (L) Gaertn., σίλυβο το μαριανό, κουφάγκαθο, αγκάβατος.
Οικογένεια : Asteraceae ( Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για τη λευκάκανθα του Θεόφραστου και το σίλυβο του Διοσκουρίδη. Κατά μία εκδοχή ονομάστηκε μαριανό, γιατί οι άσπρες κηλίδες των φύλλων προέκυψαν από τις σταγόνες γάλακτος της Παρθένου Μαρίας που έπεσαν σ' αυτά.
Περιγραφή : Είναι μονοετές ή διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, λείο, πολύκλαδο, ύψους 60-120 εκατ., φύλλα μεγάλα με άσπρες κηλίδες στην επάνω επιφάνεια, επιφυή, δίλοβα, αγκαθωτά και άνθη κοκκινοϊώδη, μονήρη, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και στις άκρες των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση και τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και εδώδιμο. Οι τρυφεροί ανθοφόροι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται μαγειρευμένοι ή ωμοί και θεωρούνται διουρητικοί, χολαγωγοί και τονωτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται αντικτερικά, αντιχολολιθικά, αντιβηχικά και αντιηπατικά.
ΤΑΝΑΚΗΤΟ
Όνομα : Tanacetum vulgare I., τανάκητο το κοινό, αθανασία.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα με το σημερινό κοινό όνομα αθανασία.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, ύψους 60-1,20 εκατ., φύλλα λεία, ανταυγοειδή, φτεροσχιδή και άνθη κίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερούς θαμνότοπους και κατά μήκος ποταμιών και ρυακιών, σ΄ όλο, από τη Θεσσαλία και πάνω τμήμα της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά υγρά, ή ποτιστικά μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται τονωτικό, ανθυστερικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντιρευματικό και ανθυδρωπικιακό.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Boraginaceae, βοραγινίδη
ΑΓΧΟΥΣΑ
Όνομα : Anchusa officinalis L., άγχουσα η φαρμακευτική, βοϊδόγλωσσα, σκυλόγλωσσα.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ΄την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσαν, ο Διοσκουρίδης στο κρασί που το έκανε «ευφρόσυνο», ο Πλίνιος στη βαφική και ο Γαληνός στα καλλυντικά.
Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό πολύκλαδο, όρθιο, χνουδωτό, ύψους 50-70 εκατ., φύλλα προμήκη, λογχοειδή, χνουδωτά και άνθη κυανά ή ιώδη, σε αραιούς βόστρυχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε λιβάδια και χέρσα μέρη της βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές, αλλά και πεδινές περιοχές και σε χωράφια προσηλιακά, μέτριας γονιμότητατας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, εδώδιμο, βαφικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται διουρητικό, επουλωτικό, αποχρεμπτικό και μαλακτικό. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία του στομαχικού έλκους, της νευρικής υπερεντάσεως και της μελαγχολίας. Η ρίζα έχει βαφικές ιδιότητες ( κόκκινο χρώμα ), ενώ τα τρυφερά φύλλα και νεαροί βλαστοί είναι εδώδιμοι.
ΒΟΡΑΓΟ
Όνομα : Borago officinalis L., βοράγο το φαρμακευτικό, μπουράντζα, μπουράτσινο, βορατσίνο, αρμπέτα.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως εναντίον της μελαγχολίας.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με αραιές τρίχες, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα αυγοειδή, τριχωτά, περίβλαστα και άνθη κυανά, σε ακραίους βόστρυχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πλούσια καλλιεργούμενα ή χέρσα χωράφια σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη, σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι νεαροί βλαστοί και τα τρυφερά φύλλα είναι εδώδιμα. Το υπέργειο τμήμα του φυτού θεωρείται μαλακτικό, διουρητικό, εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, χολαγωγό, αντικαταρροϊκό, τονωτικό, αντιρευματικό, καθαρτικό, γαλακτογόνο, αντιφλογιστικό και υπνωτικό.
ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟ
Όνομα : Cynoglossum officinale L., κυνόγλωσσο το φαρμακευτικό, σκυλόγλωσσα, σκυλόλακα, γοργόγιανο.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το θεωρούσαν ως ναρκωτικό και δηλητηριώδες. Πιθανόν να πρόκειται για το κυνόγλωσσο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό ισχυρό, πολύκλαδο, τριχωτό, τεφρωπό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα χνουδωτά – τεφρωπά, τα κατώτερα μεγάλα, αυγοειδή – προμήκη που στενεύουν προς το μίσχο και τα ανώτερα λογχοειδή, ημιπερίβλαστα και άνθη ερυθρωπά, σε βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται μαλακτικό και αντιδιαρροϊκό, η ρίζα καταπραϋντική και ναρκωτική και τα σπέρματα τοξικά.
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Όνομα : Heliotropium europaeum L., ηλιοτρόπιο το ευρωπαϊκό, μπαμπακίτης, μπαμπακίτσα, λιόδρομο, λιοστρόφι.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το ηλιοτρόπιο του Θεόφραστου και το ηλιοτρόπιο το μέγα του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πλαγιόκλαδο και πολύκλαδο, χνουδωτό, αυγοειδή ή ελλειψοειδή, ασπροπράσινα και άνθη άσπρα ή ασπροϊώδη σε πυκνούς βοστρύχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορεία. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό.. Το υπέργειο τμήμα και οι σπόροι θεωρούνται χολαγωγοί, εμμηναγωγοί, αντιπυρετκοί και αντιαρθριτικοί.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή
ΛΟΥΝΑΡΙΑ
Όνομα : Lunaria biennis Moench., λουνάρια η διετής, σεληναία.
Οικογένεια : Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό που ήταν γνωστό με πολλά ονόματα στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα που το καλλιεργούσαν για τις εδώδιμες ρίζες του.
Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, τριχωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή, καρδιοειδή ή βελονοειδή στη βάση, τα κατώτερα έμμισχα και άνθη ιώδη.
Οικολογία : Αυτοφύεται κατ' αραιά διαστήματα σε βραχώδη ή χέρσα μέρη στην Ευρυτανία και άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται στους κήπους. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στ χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Απρίλιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Οι σπόροι όταν ωριμάσουν καλά και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι σπόροι θεωρούνται ορεκτικοί και θεραπευτικοί, ενώ οι ρίζες εδώδιμες.
ΣΙΝΑΠΙ
Όνομα : Sinapis alba L., σινάπι το λευκό, λαψάνα, πικρίδι.
Οικογένεια : Βrassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το νάπυ του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, λίγο τριχωτό, ύψους 40-100 εκατ., φύλλα έμμισχα με μεγάλους λοβούς, πρασινοκίτρινα και άνθη κίτρινα σε βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργούμενα και χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί για να καλύψει τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, σε μουστάρδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι τον Νοέμβριο – Φεβρουάριο σε γραμμές που απέχουν 50-60 εκατ..
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ξηραθούν καλά και πάρουν το κίτρινο χρώμα.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ' τα σπέρματα παρασκευάζεται η μουστάρδα. Το υπέργειο τμήμα, που τρώγεται βρασμένο θεωρείται αντιφλογιστικό, εμετικό, αντιβρογχικό, αντιασθματικό, αντιρρευματικό και καθαρτικό.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Capparidaceae, καππαριδίδη
ΚΑΠΠΑΡΗ
Όνομα : Capparis spinosa L., κάππαρη, κάππαρις.
Οικογένεια : Capparidaceae, καππαριδίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατάγεται από χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Περιγραφή : Είναι μικρός θάμνος. Έχει μεγάλους βλαστούς 1-1,50 μ. που άλλοι είναι κατακείμενοι και άλλοι όρθιοι, εντελώς λείοι, φύλλα επαλλάσοντα, με εμφανή νεύρα, ακέραια και άνθη μονήρη μεγάλα, άσπρα ή ελαφρώς ιώδη, με μεγάλο ποδίσκο, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι ράγα ατρακτοειδής, πολύσπερμος και ονομάζεται καππαρόμηλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη ή βραχώδη μέρη και σε ερείπια κτισμάτων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στα νησιά. Ευδοκιμεί σε νησιώτικες ή παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 2 επί 2,5 μ..
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Τα μπουμπούκια κάθε 8 – 12 ημέρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό λαχανευόμενο και αρτυματικό. Επίσης φαρμακευτικό, αρωματικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται οι τρυφεροί βλαστοί και προπαντός τα μικρά μπουμπούκια που διατηρούνται σε άλμη, ή ξύδι. Οι φλοιοί των ριζών θεωρούνται ορεκτικοί, εμμηναγωγοί, τονωτικοί, αντιαναιμικοί, ανθυδρωτικοί, αφροδισιακοί (διεργετικοί) και αντιαρθριτικοί, ενώ τα μπουμπούκια διουρητικά, τονωτικά και αντιαρτηριοσκληρωτικά.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη
ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ
Όνομα : Lonicera etrusca Savi., λονίκερα το αιγόφυλλο, αιγόκλημα, αγριόκλημα, αγιόφυλλο, μπιρμπιλιά, καπερφόλιο, της Παναγούδας τα χερούδια.
Οικογένεια : Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το κλύμενο του Θεοφράστου και το περικλύμενο ή επίσης κλύμενο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό αναρριχώμενο, λεπτό, με κλαδιά λεία ή λίγο χνουδωτά , ύψους 1,50-2 μ., φύλλα ανταυγοειδή, σχεδόν δερματώδη, αμβλέα, τα ανώτερα συμφυή και τα υπόλοιπα επιφυή και άνθη κιτρονόασπρα - κοκκινωπά, εύοσμα, επιφυή, σε ακραίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνοτόπους και χέρσα ασβεστώδη μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με καταβολάδες και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 1,00-1,20 επί 1,40-1,60 μ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : τα άνθη όταν αρχίζουν να ανοίγουν, ενώ τα φύλλα σ' όλη τη διάρκεια της βλαστήσεως.
Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη του περιέχουν αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία, ενώ θεωρούνται αντιασθματικά. Εξάλλου τα φύλλα θεωρούνται κατάλληλα για γαργάρες και οι καρποί διουρητικοί και αντικαταρροϊκο.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Cistaceae, κιστίδη.
ΚΙΣΤΟΣ ο κρητικός
Όνομα : Cistus creticus Boiss., λαδανιά, αλάδανος, λάδανο.
Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κίσθον και ο Διοσκουρίδης ως κίστον, κίσσαρον, κίσθαρον. Ο τελευταίος περιγράφει και μέθοδο συλλογής λαδάνου, που εφαρμόζεται ακόμα στο χωριό Σείσες της Κρήτης, όπου συλλέγονται μικρές ποσότητες.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με πυκνούς αδένες, ύψους 50-100 εκατ. Φύλλα έμμισχα, αντίθετα, παχιά, ρυτιδώδη και άνθη σαν μικρά τριαντάφυλλα, ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους κατά συστάδες, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Κρήτη, Χαλκιδική κλπ.). Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο αλλά και με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το έκκριμα (λάδανο) τις μεσημεριάτικες ώρες Ιούλιο – Αύγουστο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ο βλαστός και τα φύλλα περιέχουν βαλσαμώδη ρητινική αρωματική ύλη, το λάδανο, που παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν εναντίον της πανώλης.
ΚΙΣΤΟΣ ο μονσπελιανός
Όνομα : Cistus monspeliensis L., μαύρη λαδανιά, βούθικο.
Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
Ιστορικό : Είναι ένα από τα γνωστά, κατά την αρχαιότητα, είδη κίστου, που το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης με τα ίδια ονόματα του προηγούμενου είδους.
Περιγραφή : Είναι πολυετές αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό, όρθιο, πολύκλαδο, πρασινωπό, ύψους 60-100 εκατ., φύλλα κατσαρά, λογχοειδή, επιμήκη με τρία νεύρα, και άνθη, ασπροδερά, σε μονόπλευρους ακραίους βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους, όπου σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 60-70 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό και αντιδιαρροϊκό.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Convolvulaceae, κονβολβουλίδη
ΠΕΡΙΚΟΚΛΑΔΑ
Όνομα : Convolvulus arvensis L., κονβόλβουλος ο αρουραίος, μικρό περικοκλάδι, περικοκλάδι, περιπλοκάδι, χωνάκι.
Οικογένεια : Convolvulaceae, κονβολβουλίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την ιασιώνη του Θεόφραστου και την πρώτη ελξίνη του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό αναρριχώμενο ή έρποντα, πράσινο, λεπτό, λείο ή με λίγο χνούδι, ύψους 50-60 εκατ. φύλλα μικρά σε σχήμα βέλους ή δόρατος και άνθη ασπροκόκκινα σαν χωνάκια, στις μασχάλες των φύλλων.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργημένα και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Είναι δυσεξόντωνο ζιζάνιο στις ποτιστικές κυρίως καλλιέργειες. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας-πλούσια ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο απ΄ ευθείας στο χωράφι και με ριζώματα. Η σπορά και η φύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται καθαρτικό, επουλωτικό, και ανθυδρωπικιακό.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Cornaceae
ΚΡΑΝΙΑ
Όνομα : Cornus mas
Περιγραφή : Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο (μέχρι 8 μ.), με κόμη σφαιρική και φλοιό σταχτοκίτρινο. Τα κίτρινα άνθη σε μικρά σφαιρόμορφα σκιάδια εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη πριν από την έκπτυξη των φύλλων. Τα φύλλα (2,5-8,5εκ. ) αντίθετα, ωοειδή-ελλειψοειδή, λειόχειλα, πράσινα, με οξεία κορυφή, μικρό μίσχο και 3-5 ζεύγη εμφανών, πλευρικών νεύρων.
Οι φυλλοφόροι οφθαλμοί μικροί, ωοειδείς, τριχωτοί, αποκλίνουν από τα κλαδιά, οι ανθοφόροι μεγαλύτεροι, σφαιρικοί με ποδίσκο. Οι κλαδίσκοι γωνιώδεις, γκριζοπράσινοι, ιόχρωμοι στην ηλιαζόμενη πλευρά.
Τα άνθη ανά 10-25 σε σκιάδια μικρά (διαμέτρου 1 εκ.), μασχαλιαία, με μικρό ποδίσκο που φέρει στη βάση του 4 κιτρινωπά βράκτια. Ο καρπός δρύπη (1,5 εκ.) ωοειδής, σαρκώδης, κρεμάμενη, με έντονο ερυθρό χρώμα κατά την ωρίμαση(Αύγουστο-Σεπτέμβριο), τρώγεται.
Οικολογία : Είδος της Ν. και Κ. Ευρώπης μέχρι Καύκασο και Δ. Ασία. Σε μας, σε όλη τη χώρα σε δάση και θαμνώνες, συνήθως σε ασβεστολιθικά εδάφη. Συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και για τους καρπούς του.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Curcubitaceae
ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ
Όνομα : Κολοκύνθη. CURCUBITA Κοινώς κολοκυθιά. Ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών. Είναι αυτά που καλλιεργούνται στους κήπους. Φυτό μονόχρονο.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Ericaceae
ΚΟΥΜΑΡΙΑ
Όνομα : ARBUTUS UNEDO. Προέλευση ονόματος: ARBUTUS: από το αρχ. λατ. που σημαίνει δέντρο.
UNEDO (λατ.) = κούμαρο. Η ονομασία σύμφωνα με μια άποψη προέρχεται από τους καρπούς της κουμαριάς που είναι δυσκολοχώνευτοι και γι' αυτό οι αρχ. λατίνοι την ονόμαζαν unedo δηλ. φάγε ένα.
Κοινή ονομασία: κουμαριά.Το όνομα προέρχεται από το αρχαίο Κόμαρος.
Περιγραφή: αποτελεί έναν από τους βασικούς θάμνους της μακίας βλάστησης.
Το ύψος του κυμαίνεται μεταξύ 1-3 μ.. Μερικά άτομα όμως μπορούν να φθάσουν και το ύψος των 12 μ. Ο φλοιός είναι τραχύς και ξεφλουδίζει σε μικρά κομμάτια. Η κουμαριά δείχνει μια προτίμηση στα μη ασβεστούχα, όξινα εδάφη και γι' αυτό το λόγο βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία κοντά στα ρείκια και τις καστανιές, που και αυτά προτιμούν τέτοιου είδους εδάφη.
Τα άνθη είναι υπόλευκα, ενώ οι καρποί ωριμάζουν ένα χρόνο μετά την ανθοφορία, γι' αυτό συμβαίνει πολλές φορές να παρατηρούνται μαζί τα άνθη της νέας χρονιάς με τους καρπούς της προηγούμενης.
Οι κουμαριές είναι πολύ ανθεκτικές στις πυρκαγιές, γιατί αμέσως μετά τη φωτιά πετούν από τις ρίζες τους νέους βλαστούς. Με τον τρόπο αυτό, τα εδάφη προστατεύονται γρήγορα και αποτελεσματικά από τις βροχές και τη διάβρωση που ακολουθεί.
Συναντάται σε: χαμηλό και μέσο υψόμετρο, σε λόφους, πεδιάδες και βουνά, σε ανάμεικτους θαμνώνες σκίνων, ρεικιών και μυρτιάς.
Παράδοση-χρήσεις: οι εντυπωσιακοί καρποί κοκκινοκίτρινοι καρποί του, κάνουν τα κλαδιά του φυτού περιζήτητα για διακόσμηση. Σε πολλά μέρη με τους καρπούς του έφτιαχναν μαρμελάδες και με απόσταξη ένα είδος ρακί. Το ξύλο της κουμαριάς είναι πολύ σκληρό και χρησιμοποιείται σε διάφορες μικροδουλειές αλλά δίνει και καλής ποιότητας ξυλοκάρβουνο.
Από τα 20 διαφορετικά είδη που υπάρχουν στον κόσμο, μόνο δύο βρίσκονται στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΝΤΡΩΔΗΣ
Όνομα : ERICA ARBOREA L. (Ερείκη η δενδρώδης-κ. ρείκι)
Περιγραφή: Αειθαλής, πυκνόκλαδος θάμνος ή μικρό δέντρο ( μέχρι 7 μ), με ραβδόμορφα, όρθια κλαδιά.
Ανθεί Μάρτιο-Απρίλιο.
Τα φύλλα (0,13-0,5 εκ.) από κάτω αυλακωτά, συνήθως ανά 4 σε σπονδύλους, καλύπτουν τους λευκά χνουδωτούς κλαδίσκους. Τα άνθη με λευκή, πλατειά κουδουνοειδή στεφάνη και πορφυρέρυθρους ανθήρες, σε πολυανθείς φόβες.
Οικολογία : Πλατειά διαδεδομένο είδος στη Ν., ΝΔ. Ευρώπη καθώς και στην Ασία και Α. Αφρική, σε θαμνώνες, διάκενα δασών και κατά μήκος ρευμάτων. Σε μας, στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων.
ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΣΜΑΝΘΗΣ
Όνομα : ERICA VERTICILLATA FORSK. (E. manipyliflora Salis)
Θάμνος (μέχρι 1μ.) με κλαδίσκους γυμνούς. Ανθεί Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Τα φύλλα (0,4-0,8 εκ.) από κάτω κυρτά, ανά 3-4 σε σπονδύλους. Τα άνθη με ροδόχρωμη στεφάνη, σε ολιγανθείς βότρεις στην άκρη των κλαδιών.
Είδος των Κ. και Α. παραμεσόγειων περιοχών. Σε μας, στη ζώνη αειφύλλων πλατυφύλλων.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Euphorbiaceae, ευφορβιίδη
ΕΥΦΟΡΒΙΑ
Όνομα : Euphorbia seguierana Neck., ευφόρβια η σεγκουιεράνα, γαλατσίδα, αγουλοναριά.
Οικογένεια : Euphorbiaceae, ευφορβιίδη.
Ιστορία : Οι γαλατσίδες ή ευφόρβιες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα που τις αναφέρουν ο Ιπποκράτης, ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης ως φυτά δηλητηριώδη και καθαρτικά. Παλαιότερα τις χρησιμοποιούσαν για την καταστροφή των κρεατοελιών και τη θεραπεία της κασίδας.
Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό όρθιο, λείο γλαυκόχροο, ύψους 20-50 εκατ., φύλλα απλά, γραμμοειδή – λογχοειδή, οξύληκτα και άνθη μικρά κίτρια σε ακραία σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, ασβεστούχα, χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, ασβεστούχα, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ωριμάσουν, ενώ η ρίζα την άνοιξη ή το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό δηλητηριώδες και φαρμακευτικό. Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα θεωρούνται καθαρτικά και εμετικά. Ο χυμός προκαλεί φλύκταινες στο δέρμα.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή
ΣΠΑΡΤΟ
Όνομα : Spartium Junceum L., σπάρτο το βουρλόμορφο.
Οικογένεια : Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το λινόσπαρτο του Θεόφραστου. Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως «θάμνο με ράβδους, μακράς, αφύλλους», ενώ ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι Ισπανοί, οι Ρωμαίοι και οι Καρθαγένιοι κατασκεύαζαν από τους βλαστούς του χονδροειδή ενδύματα.
Περιγραφή : Είναι μεγάλος θάμνος. Έχει βλαστό επιμήκη, κυλινδρικό πράσινο ή πρασινοκυανό, ύψους 2-5 μ., χωρίς φύλλα ή με λίγα φύλλα απλά λογχοειδή ή γραμμοειδή, άνθη κίτρινα, ευοσμότατα και σπέρματα μαύρα σε λοβούς.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στους κήπους και στα πρανή των δρόμων. Ευδοκιμεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,20-1,50 μ.
Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Τα άνθη τις πρωινές ώρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και κλωστικό. Τα άνθη περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο, κατάλληλο για την αρωματοποιία. Οι βλαστοί έχουν καρδιοτονωτικές ιδιότητες, όμως η μεγάλη κατανάλωση τους από τα ζώα προκαλεί δηλητηριάσεις. Επίσης θεωρούνται αντιδιαβητικοί, διουρητικοί, καθαρτικοί, εμμηναγωγοί και αντιλευκωματουρικοί. Τα σπέρματα είναι δηλητηριώδη.
ΚΟΥΚΙΑ
Όνομα : Κύαμος. VICIA FAVA.
Κοινώς κουκιά. Ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών.
Είναι τα καλλιεργούμενα που χρησιμοποιούνται ως τροφή των ανθρώπων και των ζώων. Περιέχουν νερό 14,00, αζωτούχες ουσίες 25,68, λίπος 1,68, υδατάνθρακες 47,29 στα εκατό.
Είναι όσπριο εξαιρετικά νόστιμο, θρεπτικό και τονωτικό. Δημιουργεί όμως και αέρια, είναι δύσπεπτο και δυσόνειρο.
Είναι γνωστά από την αρχαιοτάτων χρόνων και θεωρούνταν ως αφροδισιακά και διεγερτικά. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τα θεωρούσε και στειρωτικά και ο Άγιος Ιερώνυμος αφροδισιακά.
Τα άνθη της κουκιάς ως βραστάρι ρίχνουν λιθάρια της χολοκυστίτιδας.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Fagaceae
ΚΑΣΤΑΝΙΑ
Όνομα : C.sativa Miller – Καστανιά η εδώδιμη
Φυλλοβόλο δένδρο με ύψος μέχρι 30m. Φλοιός στην αρχή λείος, αργότερα με σταχτοκάστανο και κατά μήκος σχισμένο ξηρόφλοιο. Νεαροί κλαδίσκοι γωνιώδεις, γυμνοί, σκουρερυθροκάστανοι. Οφθαλμοί μέχρι 6 mm, ωοειδείς, αμβλυκόρυφοι, γυμνοί ή ελαφρώς χνουδωτοί.
Άνθη εντομογαμή, σε όρθιους, μήκους 12-20 cm, ιούλους, οι οποίοι φέρουν στο κατώτερο μέρος τους τα θηλυκά και στο ανώτερο τα αρσενικά. Κάθε αρσενικό άνθος με 6μερές, συνήθως πράσινο περιάνθιο και 8-12 στήμονες. Τα θηλυκά ανά 3, σε πράσινο περίβλημα το κάθε άνθος με 6χωρη ωοθήκη και 6, λευκά στίγματα που προεξέχουν.
Άνθηση: Μάιο – αρχές Ιούλιου.
Απαιτείται βαθιά, νωπά, χαλαρά, περιεκτικά σε άργιλο και οργανική ουσία εδάφη, ασβεστόφοβο. Ημισκιόφυτο, ευαίσθητο σε παγετούς. Απαντάται κυρίως στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης, πολλές φορές σε μίξη με άλλα είδη.
Δέντρο, όμορφο, κομψό, γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονομάζει διοσβάλανον διακρίνοντας μάλιστα και ποικιλίες του, όπως την ευβοϊκην καρύαν και τον καρπό της το κασταναϊκόν κάρυον. Διός βάλανος, σαρδιανή βάλανος, λόπιμος, μότος κατά τον Διοσκουρίδη. Ακόμη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πολλοί οικισμοί από την αρχαιότητα είχαν το όνομα ' Καστανέα'.
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Όνομα : Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens)
Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Παρουσιάζει έντονη πολυφυλλία.
Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό.
Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα.
Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.
Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα. Το ξύλο της αποτελεί άριστο καυσόξυλο, για τους παραδασόβιους πληθυσμούς. Καλά άτομα δίνουν ξύλο άριστης ποιότητας για την ξυλουργική και την επιπλοποιία.
Το ξύλο της είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Gramimeae
ΔΑΚΤΥΛΙΔΑ
Όνομα : ΔΑΚΤΥΛΙΔΑ (DACTYLIS GLOMERATA
Η δακτυλίδα ανήκει στην οικογένεια Gramimeae της τάξης Graminales της κλάσης των Μονοκοτυλήδονων.
Η δακτυλίδα είναι πολυετές αγροστώδες φυτό, κατάλληλο για την εγκατάσταση τεχνητών λειμώνων και την βελτίωση της σύνθεσης της χλωρίδας των φυσικών βοσκοτόπων.
Είναι φυτό με όρθια έως ημιόρθια ανάπτυξη, μεγάλου ύψους με πολλά αδέλφια. Το φύλλωμά του είναι πλούσιο, με φύλλα γλαυκά πράσινα, απαλά στην αφή, στενά και μακριά.
Αντέχει καλά στο ψύχος και στις σκωριάσεις. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικό στην ξηρασία.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Hydrophyllaceae
ΦΑΚΕΛΩΤΗ
Όνομα : ΦΑΚΕΛΩΤΗ (PHACELIA TANACETIFOLIA)
Η Φακελωτή ανήκει στην οικογένεια Hydrophyllaceae της τάξης Tubiflorae (Solanales) της κλάσης των δικοτυλήδονων.
Είναι ετήσιο ποώδες φυτό προσαρμοσμένο σε ξηροθερμικές συνθήκες. Φέρει έλλοβα φύλλα και άνθη κυανοιώδη ή κυανοπράσινα σε πυκνούς σταχυοειδείς βοστρύχους.
Είναι φυτό μελιτογόνο, γυρεοφόρο και κτηνοτροφικό.
Ο σπόρος της ωριμάζει σε 60 ημέρες περίπου και πρέπει να αρδευτεί δύο τουλάχιστον φορές. Το ύψος του φυτού είναι 70 - 90 πόντους και η διάρκεια της ανθοφορίας 50 ημέρες.
Αποδίδει περίπου 40 κιλά μέλι το στρέμμα όταν χρησιμοποιείται ως μελιτογόνο φυτό.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Iridaceae, ιριδίδη
ΚΡΟΚΟΣ
Όνομα : Crocus sativus L., κρόκος ο εδώδιμος, σαφράν, σαφράνι, σαφράνα.
Οικογένεια : Iridaceae, ιριδίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Επίσης το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Αισχύλος και ο Πίνδαρος. Στο μουσείο της Κρήτης υπάρχει τοιχογραφία όπου ένας νέος μαζεύει λουλούδια κρόκου (κροκοσυλλέκτης).
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βολβό σφαιρικό διαμέτρου 3-5 εκατ. Από κάθε βολβό αναπτύσσονται 6-10 φύλλα που είναι στενά, νηματοειδή, μήκους 15-20 εκατ. Τα άνθη είναι εύοσμα και έχουν χρώμα ιώδη. Οι ανθήρες είναι τρεις κίτρινοι, το δε στίγμα του υπέρου είναι τρίλοβο, μερικές φορές πεντάλοβο και έχει χρώμα πορτοκαλέρυθρο.
Οικολογία : Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο χωριό Κρόκος της Κοζάνης, που πήρε το όνομα του από το φυτό αυτό. Τελευταία καλλιεργείται σε μικρότερη έκταση και σ' άλλες περιοχές (Ν. Δράμας, Γρεβενών κλπ.). ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια αμμουδερά, λίγο ασβεστούχα, ξηρικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με βολβούς που φυτεύονται Μάιο – Ιούνιο σε αποστάσεις 10-15 επί 20-25 εκατ.
Άνθηση : Οκτώβριος – Νοέμβριος.
Συλλογή : Τα άνθη σε πλήρη άνθηση, τις πρωινές ώρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, βαφικό και αρτυματικό. Καλλιεργείται για τα στίγματα του υπέρου των λουλουδιών ( κόκκινος κρόκος) που χρησιμοποιούνται ως άρτυμα, αλλά και στη βαφική, ενώ θεωρούνται εμμηναγωγά, τονωτικά και ορεκτικά.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή
ΑΛΘΑΙΑ
Όνομα : Althaea officinalis L., αλθαία η φαρμακευτική, νερομολόχα, βίσκος.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που χάρη στις βλενώδεις ουσίες το θεωρούσαν αντιβηχικό, αντιφλογιστικό και μαλακτικό.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με βελούδινο άσπρο χνούδι, ύψους 0,60-1,50 μ., φύλλα αυγοειδή με 3-5 μικρούς λοβούς, λίγο οδοντωτά και άνθη μεγάλα ασπρορόδινα. Η ρίζα του είναι χοντρή, άσπρη.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερά ή υγρά χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια μέσης γονιμότητας, υγρά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με τμήματα ρίζας. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 50-60 επί 80-90 εκατ..
Aνθηση : Απρίλιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα του φυτού σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο, από φυτά ηλικίας δύο χρόνων τουλάχιστο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό ( βλαστός, φύλλα, άνθη και ρίζα ) θεωρείται μαλακτικό, καταπραϋντικό, αποχρεμπτικό, αντιδυσεντερικό, αντιβρογχικό και αντιφλογιστικό.
ΒΑΛΛΩΤΗ η κρατηροειδής
Όνομα : Ballota acetabulosa Benth., λουμίνια, λυχναράκι, φυτιλάκι, φάσσας, αναμεφωλιά, αποπουλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Είναι η τρίτη φλομίς ή θρυσαλλίς ή λυχνίτης του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό πολύκλαδο, χνουδωτό ύψους 20-60 εκατ., φύλλα αυγοειδή με μικρό μίσχο, πολύ χνουδωτά και άνθη κόκκινα, σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα εκτός από το βόρειο τμήμα της. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διεγερτικό, λιθοδιαλυτικό και ανθυστερικό. Από τους τρυφερούς βλαστούς που λέγονται «πανάκια», παρασκευάζονται καταπλάσματα.
ΚΑΛΑΜΙΝΘΑ
Όνομα : Calamintha suaneolens Boiss., καλαμίνθα η εύοσμος, καλαμίνθη, μέντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Πρέπει να είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και οι συγγραφείς της εποχής εκείνης να το αναφέρουν με άλλο όνομα.
Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα ελλειψοειδή – λογχοειδή, πριονωτά με πυκνό τρίχωμα και άνθη ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, πετρώδη μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Καλλιεργήθηκε δοκιμαστικά με επιτυχία στο Κεραμίδι Πηλίου. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία.
ΥΣΣΩΠΟΣ
Όνομα : Hyssopus officinalis L., ύσσωπος ο φαρμακευτικός.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Αναφέρεται στους ψαλμούς τους Δαυίδ (51:7) «Ραντίεις με υσσώπω και καθαρισθήσομαι…». Πιθανόν να πρόκειται για τον κηπευτικό ύσσωπο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό φρυγανώδη, όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 40-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή γραμμοειδώς λογχοειδή, αντίθετα, έντονα πράσινα και άνθη μπλέ, ιώδη ή ροζ, σε ακραία μονόπλευρα στάχια.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας αλλά καλλιεργείται μόνο για πειραματικούς σκοπούς και σε γλάστρες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας-πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, αρωματικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, ανθελμινθικό, διεγερτικό, αεραγωγό, αντιβρογχικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, αντιφυσιτικό και στυπτικό.
ΛΕΒΑΝΤΑ υβρίδιο
Όνομα : Lavandula hybrida Rev., lavandin, λεβάντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι νέο φυτό που προήλθε από τη διασταύρωση της γνήσιας και της σταχυώδους λεβάντας. Τα κυριότερα υβρίδια που υπάρχουν στην Ελλάδα και προέρχονται απ' την Γαλλία είναι Abrial, special, super και Μ.G.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, γραμμοειδή, τεφροπράσινα και άνθη σκούρα κυανά ή κυανότεφρα, σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Στη χώρα μας καλλιεργήθηκε σε μικρή έκταση πριν από λίγα χρόνια στους νομούς Αρκαδίας, Κεφαλληνίας και Σερρών, όπου υπάρχουν ακόμη εγκαταλειμμένες φυτείες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές με υψόμετρο 400-700 μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, μάλλον φτωχά, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,50-1,80 μ.
Άνθηση : Ιούλιος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Από τους ανθοφόρους βλαστούς λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται ότι έχει σχεδόν τις ίδιες θεραπευτικές ιδιότητες με εκείνες της γνήσιας λεβάντας
ΛΕΒΑΝΤΑ η στοιχάς
Όνομα : Lavandula stoechas L., αγριολεβάντα, μαυροκέφαλο, χαμολίβανο, λαμπρή, μυροφόρα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι απ' αυτό οι αρχαίοι παρασκεύαζαν το στοιχαδίτη οίνο και το στοιχαδικό ξύδι.
Περιγραφή : Είναι μικρό πολυετές φρύγανο. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 30-70 εκατ., φύλλα αντίθετα, χνουδωτά, γραμμοειδή και άνθη πορφυροϊώδη, σε ακραία πυκνά αυγοειδή στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται στη Χαλκιδική, Μεσσηνία, Κρήτη, Εύβοια, Αττική κ.α. Ευδοκιμεί σε δροσερές, ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, χωρίς ασβέστιο, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 70 επί 80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο πλούσιο σε καμφορά, κατάλληλο για τη φαρμακοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται ορεκτικό, νευροτονωτικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αεραγωγό
ΛΕΒΑΝΤΑ η γνήσια
Όνομα : Lavandula vera L., λαβαντούλα, λεβαντίδα, καλογερόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν κατά των δερματικών παθήσεων, ενώ οι Ρωμαίοι το έβαζαν στο νερό του μπάνιου.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, προμήκη, γραμμοειδή, με λίγο χνούδι, τέφρα και άνθη μπλε, σε απλούς ανθοφόρους βλαστούς που σχηματίζουν επιμήκη κυλινδρικά στάχια.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές με υψόμετρο πάνω από 700μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους ανθοφόρους βλαστούς και που είναι το καλύτερο απ' όλα τα είδη λεβάντας, χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπουνοποιία και τη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιδιαρροϊκό, αεραγωγό, τονωτικό, διουρητικό, αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντιασθματικό, αντικαταρροϊκό και χολαγωγό. Επίσης τα άνθη όταν τοποθετούνται στις ιματιοθήκες τις αρωματίζουν και διώχνουν το σκώρο.
ΜΑΡΟΥΒΙΟ
Όνομα : Marrubium vulgare L., μαρούβιο το κοινό, καλάνθρωπος, ασπροπρασιά, σκυλόχορτο, βρωμοζάκι, μαρμαράκι, πικροπάνι, αγριοφλουτουριά, μαυροβότανο, σκουλόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσε ο Ιπποκράτης. Το αναφέρουν επίσης ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ξυλώδη, χνουδωτό, ύψους 30-70 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα αυγοειδή, πράσινα στην άνω επιφάνεια και χνουδωτά στη κάτω και άνθη άσπρα, σε μασχαλιαία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέσης γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, εμμηναγωγό, ευστόμαχο, χολαγωγό, ηπατικό, επουλωτικό και στυπτικό.
ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ
Όνομα : Mellisa officinalis L., μέλισσα η φαρμακευτική, μέλισσα, μελισσοβότανο, μελισσάκι, κιτροβάλσαμο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης ως μελισσόφυλο. Από τον τελευταίο αναφέρεται επίσης ως μελιττίς, μελίτταιον και μελόφυλλο.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα μεγάλα αυγοειδή, λίγο πριονωτά, με γλυκιά οσμή λεμονιού και άνθη άσπρα ή ροδίζοντα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη και χέρσα μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, δύο φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και θαυμάσιο μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην παρασκευή ηδύποτων και στη φαρμακοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται τονωτική, αντισπασμωδική, ορεκτική, ευστόμαχη, εφιδρωτική, ανθελμινθική και εμμηναγωγή
ΜΕΝΤΑ η μακρόφυλλη
Όνομα : Mentha longifolia Huds., αγριοδυόσμος, καλαμίθρα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την τρίτη καλαμίνθη του Διοσκουρίδη που, όπως έλεγε, μοιάζει με άγριο δυόσμο.
Περιγραφή : Είναι πολυετής φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με πολύ άσπρο χνούδι, τετραγωνικό, ύψους 40-70 εκατ., φύλλα επιφυή, αυγοειδή – προμήκη ή λογχοειδή, πριονωτά, άσπρα χνουδωτά τουλάχιστον στην κάτω επιφάνεια και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε ακραίους κυλινδρικούς βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.
ΜΕΝΤΑ η πιπερώδης
Όνομα : Mentha piperita L., μέντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Φυτό ως μέντα, χωρίς να έχει εξακριβωθεί το είδος της, είναι γνωστό απ' την αρχαιότητα. Αναφέρεται ότι μέντα καλλιεργούσαν στη Μινωική εποχή, ο δε Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι γιατροί της αρχαίας εποχής απέδιδαν σ' αυτή θεραπευτικές ιδιότητες.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό τετραγωνικό, λείο, όρθιο, ύψους 60-90 εκατ., φύλλα μακρόμισχα, λογχοειδή – αυγοειδή, πράσινα και άνθη ιώδη σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο νομό Ροδόπης και σε μικρή στους Νομούς Λάρισας και Θεσσαλονίκης. Ευδοκιμεί σε πεδινές κυρίως περιοχές και σε χωράφια πλούσια και ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα. Η φύτευση, που η καλύτερη εποχή είναι ο Νοέμβριος, γίνεται σε αυλάκια που απέχουν 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση μια φορά το χρόνο όταν χρησιμοποιείται για αιθέριο έλαιο και λίγο πριν από την άνθηση 2-3 φορές το χρόνο, όταν χρησιμοποιείται για ξηρή δρόγη.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική, στη φαρμακοποιία, στην οδοντοκρεμοποιία και ακόμη στην αρωματοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχη, χολαγωγή, αντιδιαρροϊκή, αντιναυτιακή, αντικολική και αντικεφαλαλγική.
ΜΕΝΤΑ η πουλέγιος
Όνομα : Mentha pulegium L., φλησκούνι, βληχώνι, βληχούνι, γληφώνι, γληχούνι, φλεσκούνι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το θεωρούσαν εμμηναγωγό και αντιασθματικό. Παλαιότερα το θεωρούσαν επίσης αντιαρθριτικό και το ονόμαζαν «μέντα ποδαγκράρια».
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο ή πλαγιαστό, λίγο τριχωτό ή σχεδόν λείο, πρασινωπό, ύψους 15-20 εκατ., φύλλα μικρά αυγοειδή ή προμήκη, με μικρό μίσχο και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και σε όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Οκτώβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται αποχρεμπτικό, αντιασθματικό, αντιβρογχικό, αντικοκκυτικό, εμμηναγωγό, αντιαρθριτικό, διουρητικό, αντιρρευματικό, αντιδιαρροϊκό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αναισθητικό
ΜΕΝΤΑ η στρογγυλόφυλλη
Όνομα : Mentha rotundifolia Huds., αγριοδυόσμος.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που συγχέεται με τη μέντα τη μακρόφυλλη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο , τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 40-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή – στρογγυλά, επιφυή, τεφρόασπρα, χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια και άνθη άσπρα ή ρόδινα σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ.. Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.
ΜΙΚΡΟΜΕΡΙΑ
Όνομα : Micromeria Juliana Benth, μικρομέρια, τζουλιάνα, ύσσωπο, άγριο τσάι, τροχαλίσιο τσάι, τραγορίγανη, κατσιδόχορτο, ριγανούλα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Διοσκουρίδης που το συνιστούσε κατά της υπερχλωρυδρίας και των κρυολογημάτων. Στο Μεσαίωνα το έλεγαν τραγορίγανο.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 10-50 εκατ., φύλλα επιφυή, λογχοειδή ή γραμμοειδή, επίσης χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη σε στενά ακραία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά και άγονα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, λιθοδιαλυτικό και αντιυπερχλωρυδριακό.
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Όνομα : Ocimum basilicum L., ώκιμο το βασιλικό, σταυρολούλουδο, βασιλιτσά.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ) , χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν εναντίον της μελαγχολίας και της μανίας, ενώ ο Ιπποκράτης εναντίον του εμετού. Η ελληνική παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Τίμιο Σταύρο απ' το άρωμα του βασιλικού που φύτρωσε στο μέρος όπου ήταν θαμμένος.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, τετραγωνικό, ύψους 20-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, μικρά ή μεγάλα και άνθη μικρά σε ακραία στάχυα, άσπρα ή ασπροκόκκινα. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες και υβρίδια που οφείλονται στην εύκολη διασταύρωση και τον πολυμορφισμό ( λεπτόφυλλος, πλατύφυλλος, αραιόφυλλος, συμπαγής κλπ. ).
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται, αλλά μόνο καλλιεργείται. Ευδοκιμεί σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, ήπιο και βραχύ χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι και σε χωράφια μέσης συστάσεως – πλούσια, ποτιστικά και στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο νωρίς την άνοιξη. Η μεταφύτευση γίνεται τον Απρίλιο – Μάιο σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ.. Ο σπόρος σπέρνεται και απ' ευθείας στο χωράφι την ίδια εποχή.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, 2-3 φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και εδώδιμο. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. Τα φύλλα του τρώγονται ωμά, ενώ ολόκληρο το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, ευστόμαχο, σπασμολυτικό, αεραγωγό και γαλακτογόν
ΔΙΚΤΑΜΟΣ
Όνομα : Origanum dictamus L., ορίγανο το δίκταμο, αδίχταμος ατίταμος, δίκταμο, δίκταμνο, έρωντας, λιβανόχορτο, μαλλιαρόχορτο, στομαχόχορτο, τίταμο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία όλων των ασθενειών (πανάκια). Ειδικότερα το θεωρούσαν παυσίπονο και επουλωτικό των πληγών. Ο Αριστοτέλης και στη συνέχεια ο μαθητής του Θεόφραστος αναφέρουν ότι οι αγριοκατσίκες της Κρήτης όταν πληγώνονταν με βέλη έτρωγαν δίκταμο για να τα αποβάλουν και να κλείσουν οι πληγές.
Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, με πυκνό άσπρο τρίχωμα και άνθη ανοιχτά ρόδινα σε κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται μόνο στα βουνά της Κρήτης, όπου επίσης καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές και πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το ξηρό υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι και για την παρασκευή του βερμούτ μαζί μ' άλλα βότανα. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, αντιδυσεντερικό, ανθελμινθικό, τονωτικό, αντισπασμωδικό, αιμοστατικό, αντισηπτικό και εμμηναγωγό.
ΡΙΓΑΝΗ
Όνομα : Origanum heracleoticum L., ορίγανο το ηρακλιώτικο, ρίανο, ρούανο, ρούβανο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Η ρίγανη είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις όρος και γάνος (λαμπρότητα), δηλ., είναι φυτό που λαμπρύνει το βουνό. Ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε για τη θεραπεία της γαστραλγίας, παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος κ.α.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύκλαδο, τριχωτό ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, πολύ πριονωτά και άνθη άσπρα σε ακραίους κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνώδη και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα και καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά-πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος-Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακοποιία, ενώ η ξηρή δρόγη ως άρτυμα. Επίσης θεωρείται τονωτική, ευστόμαχη, αποχρεμπτική, διουρητική, καθαρτική, εμμηναγωγή, αντιψωριακή και αντιεπιληπτική.
ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ
Όνομα : Origanum majorana L., ή Majorana hortensis Moench., ορίγανο η ματζουράνα, μαντζουράνα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου τα νεαρά ζευγάρια στεφανώνονταν μ' αυτό στις γαμήλιες τελετές, γιατί πίστευαν ότι είχε το άρωμα της Αφροδίτης.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό λεπτό, σκληρό, τετραγωνικό, πολύκλαδο, κοκκινωπό, τριχωτό ή σχεδόν λείο, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα μικρά, αυγοειδή, μαλακά και άνθη μικρά, ασπροπράσινα, σε σφαιρικές φόβες.
Οικολογία : Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε γλάστρες και κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ
.Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα στην αρχή της ανθήσεως, δύο φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την φαρμακοποιία και την αρωματοποιία. Επίσης χρησιμοποιείται ως άρτυμα, ενώ θεωρείται αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντινευραλγικό και αντικεφαλαλγικό
ΡΙΓΑΝΗ η νησιώτικη
Όνομα : Origanum onites L., ορίγανο ονήτις, ρίγανη.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Και το είδος αυτό της ρίγανης πρέπει να ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και να το αναφέρουν τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης, μαζί με το προηγούμενο είδος.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, απλό τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα αντίθετα, αυγοειδή με λίγο χνούδι και άνθη άσπρα σε ακραίους συμπαγείς κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως στην Κρήτη και σε νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σα χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Έχει όλες τις ιδιότητες της κοινής ρίγανης με την οποία συνήθως αναμιγνύεται.
ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ
Όνομα : Rosmarinus officinalis L., ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός, ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatac), χειλανθή
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπως δε αναφέρουν ο Διοσκουρίδης και ο Οβίδιος οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό. Επίσης μαζί με τη μυρτιά και τη δάφνη κατασκεύαζαν ανθοδέσμες ή στεφάνια που στεφάνωναν τους νικητές.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό ορθόκλαδο, τετραγωνικό, πολύκλαδο και πυκνόφυλλο, ύψους 0,5-1,20 μ., φύλλα δερματώδη, γραμμοειδή, άμισχα σταχτοπράσινα και άνθη ασπροδερά ή ασπρογάλαζα, πολλά μαζί. Στις μασχάλες των φύλλων.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε μερικά μέρη της Ελλάδας ( Χάλια Βοιωτίας κλπ.) και καλλιεργείται σε διάφορες περιοχές ως καλλωπιστικό. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.. Άνθηση : Σχεδόν όλο το χρόνο.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα και άνθη χρησιμοποιούνται ως άρτυμα σε διάφορα φαγητά και θεωρούνται τονωτικά, σπασμολυτικά, ευστόμαχο, χολαγωγά, εμμηναγωγά, εκτρωτικά, αντιρευματικά, εφιδρωτικά, αντιδιαβητικά, ανθελμινθικά και ηρεμιστικά. Επίσης περιέχουν αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία και στη σαπουνοποιΐα.
ΣΑΛΒΙΑ η φαρμακευτική
Όνομα : Salvia officinalis L., ελελίσφακος ο φαρμακευτικός, φασκομηλιά, φασκόμηλο, αλισφακιά, χαμοσφακιά, μοσχακίδη, μηλοσφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, λουσφάκι, φάσκος, αγριοσφακιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφακο του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη που το αναφέρουν επίσης ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός κ.α. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το έδιναν στις γυναίκες για να τις κάνουν γόνιμες, ενώ οι Λατίνοι το ονόμαζαν «φυτό ιερό».
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα λογχοειδή ή προμήκη, οδοντωτά, χνουδωτά, πράσινα ή σταχτιά και άνθη ιώδη, σε αραιούς σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως σε ορεινά θαμνώδη μέρη της Μακεδονίας. Ευδοκιμεί τόσο σε θερμές όσο και σε ψυχρές περιοχές (νησιά, ηπειρωτική Ελλάδα) και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχο, διουρητικό, αντισπασμωδικό, κατευναστικό των νεύρων, αντιαιμορραγικό, στυπτικό, αντιβηχικό, αντιαρθριτικό, αντιπυρετικό, εμμηναγωγό, αεραγωγό και αποχρεμπτικό.
ΣΑΛΒΙΑ η μηλοφόρος
Όνομα : Salvia pomifera L., ελελίσφακος ο μηλοφόρος, μηλοσφακιά, αγριοσφακιά, αλισφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, φασκομηλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφασκο με το «τραχύτερο φύλλο» του Θεόφραστου που το αναφέρει και ο Διοσκουρίδης.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 50-100 εκατ., φύλλα έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, λίγο χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη νότιο Ελλάδα, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο και τονωτικό.
ΣΑΛΒΙΑ η λιβαδική
Όνομα : Salvia pratensis L., αλιφασκιά, σφακομηλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Αναφέρεται ότι το καλλιεργούσαν στους κήπους της Αγγλίας τον 16ον αιώνα ενώ έκτοτε αυτοφύεται σ΄ όλη την Ευρώπη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό με λίγες διακλαδώσεις ύψους 30-70 εκατ. Φύλλα στενόμακρα, λίγο οδοντωτά, πράσινα και άνθη κυανοιώδη μεγάλα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και βοσκότοπους σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο.
ΣΑΛΒΙΑ η ερυθρανθής
Όνομα : Salvia sclarea L., σάλβια σκλάρεα, γοργόγιαννη, αϊ-γιάννης.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Η αρχική προέλευση του είναι οι παραμεσόγειες χώρες απ΄ τις οποίες διαδόθηκε στην Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία κλπ. Η κυριότερη χώρα παραγωγής του είναι η Σοβιετική Ένωση. Μικροποσότητες παράγουν επίσης η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, το Μαρόκο κ.α.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, με πυκνό τρίχωμα, ισχυρό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα έμμισχα πλατιά, αυγοειδή, στη βάση καρδιοειδή, χνουδωτά, σταχτοπράσινα και άνθη ασπροκόκκινα, σε ακραίες μεγάλες ταξιανθίες.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέσης συστάσεως, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Αύγουστος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί, όταν οι σπόροι στο μέσο της ταξιανθίας πάρουν χρώμα καφετί.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Καλλιεργείται κυρίως για το αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και στην αρωματοποιία. Οι ξηροί ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται στην παρασκευή ηδύποτων. Εξάλλου το αφέψημα τους θεωρείται κατάλληλο για τη θεραπεία του πονόματου, ενώ το εκχύλισμα σε κρασί θεωρείται τονωτικό και εμμηναγωγό. Επίσης το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο, ανθυστερικό, διεγερτικό, φταρμιστικό και αντικαταρροϊκό.
ΣΑΛΒΙΑ η τρίλοβη
Όνομα : Salvia triloba L., ελελίσφακος ο τρίλοβος, αλισφακιά, αλιφακιά, φασκιά, φασκομηλιά, φάσκος.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το σφάκο του Θεόφραστου που όπως αναφέρει έχει «λειότερο το φύλλο και έλλατον».
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 30-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή λογχοειδή, χνουδωτά, σταχτιά με δύο λοβούς στη βάση και άνθη ιώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ή θαμνώδη μέρη σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης, της Κεφαλληνίας και άλλων νησιών. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο, αντιπυρετικό, τονωτικό και διουρητικό.
ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
Όνομα : Sideritis scardica Gris., σιδηρίτης, τσάι του Ολύμπου.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται κατά μια μεν εκδοχή από την ικανότητα του φυτού να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα, κατ΄ άλλων δε από τα δόντια του κάλυκα που έχουν σχήμα αιχμής λόγχης. Επίσης μια τρίτη εκδοχή είναι ότι το όνομα σιδηρίτις προέρχεται από το σίδηρο επειδή το φυτό αυτό περιέχει αρκετή ποσότητα από το στοιχείο αυτό.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό απλό ή διακλαδισμένο, τετραγωνικό, λίγο ξυλώδη στη βάση, φύλλα τα κατώτερα έμμισχα και τα ανώτερα άμισχα λογχοειδή, λίγο πριονωτά με άσπρο χνούδι και άνθη έντονα κίτρινα σε ακραίες ταξιανθίες.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο πάνω από 1000μ. στον Όλυμπο, στον Κίσαβο, στο Πήλιο κ.α. Καλλιεργείται στους νόμους Μαγνησίας και Κοζάνης. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές και σε χωράφια, ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται ως τσάι και θεωρούνται ευστόμαχοι, εφιδρωτικοί, τονωτικοί, αντιερεθιστικοί, αντιδιεγερτικοί και αντιαναιμικοί γιατί περιέχουν σίδηρο.
ΣΤΑΧΥΣ
Όνομα : Stachys germanica L., στάχυς ο γερμανικός.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως στάχυ.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα ασπροπράσινα με βελούδινο τρίχωμα, τα κατώτερα αυγοειδή – προμήκη και τα ανώτερα λογχοειδή που στενεύουν στη βάση και άνθη ρόδινα σε πολυανθείς σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ορεινά μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ασβεστούχα, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό και εφιδρωτικό.
ΤΕΥΚΡΙΟ
Όνομα : Teucrium polium L., τεύκριο το κοινό, της αγάπης το βοτάνι, της Παναγίας το βοτάνι, λιβανόχορτο, πόλιο, αμάραντο, ασπρόχορτο, νουζλόχορτο, στομαχοβότανο, ύσσωπος, παναγιόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το πόλιο του Θεόφραστου, που πίστευε ότι προφύλασσε τα ρούχα από τον σκόρο. Επίσης αναφέρεται ότι το χρησιμοποιούσαν για τη γονιμόποίηση των σύκων.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο τετραγωνικό, πολύ τριχωτό, ύψους 10-30 εκατ., φύλλα αντίθετα, επιφυή λογχοειδή-σφηνοειδή, τριχωτά, σχεδόν άσπρα και άνθη σε σφαιρικά ή αυγοειδή κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά-μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό, αντιπυρετικό, υποτασικό, εντομοδιωκτικό, τονωτικό και διουρητικό.
ΘΥΜΑΡΙ
Όνομα : Thymus sibthorpii Benth., θύμος ο σιβθόρπιος, θυμαράκι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και πιθανόν να πρόκειται για τον ήμερο ερπύλο του Θεόφραστου.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό ισχυρό, όρθιο, τετραγωνικό, με μικρό χνούδι, ύψους 15-25 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα, λογχοειδή – ελλειψοειδή, τα παράνθια με άσπρες νευρώσεις και άνθη μικρά, ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε λειβάδια και χέρσα μέρη της Βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο και την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Lauraceae, δαφνώδη
ΔΑΦΝΗ Του Απόλλωνα
Όνομα : Laurus nobilis L., δάφνη η ευγενής, βάγια, βάϊα, δαφνόφυλλα.
Οικογένεια : Lauraceae, δαφνώδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε φαρμακευτικό. Με κλαδιά δάφνης στεφάνωναν οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι τους ήρωες και τους νικητές. Η εκκλησία μας χρησιμοποιεί τα δαφνόκλαδα (βάγια ) στη γιορτή των Βαΐων.
Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλές δένδρο. Έχει βλαστό πολύκλαδο, βαθυπράσινο, λείο, ύψους 3-5 μ., φύλλα εναλλασσόμενα, δερματώδη, λογχοειδή με πολλά νεύρα και άνθη αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα, εύοσμα, άσπρα ή κιτρινοπράσινα, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός ( δαφνοκούκι ) έχει χρώμα κυανόμαυρο και μοιάζει με μικρή ελιά.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και ιδίως στην Κρήτη, στην Κεφαλονιά, στη Θάσο, στο Πήλιο και στο Άγιον Όρος. Επίσης καλλιεργείται σε πάρκα και κήπους. Ευδοκιμεί σε δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο ( καρπό ) που σπέρνεται σε σπορείο. Τα μοσχεύματα δεν ριζοβολούν, εκτός αν τα βάλουμε σε υδρονέφωση. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη ή το φθινόπωρο σε αποστάσεις 2-2,5 επί 3-4.
Άνθηση : Απρίλιος – Μάιος.
Συλλογή : Τα δαφνόφυλλα τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα δαφνόφυλλα χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως άρτυμα. Απ’ αυτά λαμβάνεται αιθέριο έλαιο (δαφνέλαιο) με απόσταξη, που χρησιμοποιείται στην σαπουνοποιΐα και στις βιομηχανίες τροφίμων. Επίσης θεωρούνται αντιρευματικά, αφιδρωτικά, χολαγωγά, ηπατικά αντιαρθριτικά, αντιδιαρροϊκά και τονωτικά της λειτουργίας της πέψης. Δαφνέλαιο λαμβάνεται επίσης και απ’ τους καρπούς με συμπίεση.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ : Leguminosae
ΑΚΑΚΙΑ
Όνομα : Acacia dealbata
Αειθαλές δέντρο, με κλάδους όχι αγκαθωτούς, φύλλωμα αργυρόγκριζο και λείο, γκριζωπό φλοιό. Τα φύλλα μεγάλα, πτεροειδή (10-12 ζεύγη), μικρά (0,3-0,4 εκ.). τα άνθη σε ποδισκοφόρα, σφαιρόμορφα κεφάλια, σε βοτρυώδεις δέσμες.
Καλλιεργείται ευρύτατα στην Ν. Ευρώπη, έχει διαδοθεί φυσικά και απαντιέται ως αυτοφυές.
Όνομα : Apium graveolens L., άπιο το βαρύοσμο, αγριοσέλινο.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα, που το είχαν ως σύμβολο του πένθους. Ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης το ονόμαζαν ελειοσέλινο, ενώ ο Όμηρος ελεόθρεπτο. Στους αγώνες των Νεμέων στεφάνωναν τους νικητές με σέλινο.
Περιγραφή : Είναι διετές πόα. Έχει βλαστό λείο, κοίλο, αυλακωτό ή γωνιώδη, πολύκλαδο, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα φτεροειδή λεία και άνθη μικρά, άσπρα σε μασχαλιαία ή ακραία σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε έλη και αλμυρά εδάφη σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ενώ καλλιεργείται σχεδόν παντού. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτρια – πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Ως εδώδιμο συλλέγεται το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, εδώδιμο και μελισσοτροφικό. Οι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται ωμοί ή μαγειρευμένοι και θεωρούνται αντιπυρετικοί, εμμηναγωγοί, εκτρωτικοί, τονωτικοί, διουρητικοί, αντιρρευματικοί, αντιαρθριτικοί, ευστόμαχοι και αποχρεμπτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται φυσητικά και καταπραϋντικά των νεύρων.
ΚΥΜΙΝΟ
Όνομα : Cuminum cyminum L., κύμινο.
Οικογένεια : Apiaceae, (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης κ.α. Επίσης αναφέρεται στη Βίβλο. Ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών απ' όπου διαδόθηκε στην Ασία (Ινδία κλπ.) όπου επίσης καλλιεργείται από αρχαιοτήτων χρόνων.
Περιγραφή : Είναι φυτό μονοετές. Έχει βλαστό όρθιο, ύψους 30-40 εκατ., φύλλα σχισμένα με νηματοειδή τμήματα, και άνθη άσπρα ή ροζ σε επάκρια σκιάδα. Ο καρπός του είναι προμήκης, αυγοειδής, μήκους 5-6 χιλιοστών, με ιδιάζουσα οσμή και γεύση ελαφρώς πικρή – αρωματική.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην Ελλάδα, ενώ καλλιεργείται σε μικρή έκταση στη Χίο. Ευδοκιμεί σε περιοχές με πολύ ήπιο κλίμα και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη στα «πεταχτά» ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.. Άνθηση : Ιούνιος.
Συλλογή : Οι καρποί όταν τα φυτά αρχίζουν να ξηραίνονται και αυτοί παίρνουν γκριζοπράσινο χρώμα.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, αρτυματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως άρτυμα που καταναλίσκονται σε μεγάλες ποσότητες ιδίως στις ασιατικές χώρες. Επίσης θεωρούνται ευστόμαχοι, αντιδιαρροϊκοί και αντιδυσεντερικοί. Το αιθέριο έλαιο από τους καρπούς χρησιμοποιείται σπανίως στην αρωματοποιία
ΜΑΡΑΘΟΣ
Όνομα : Foeniculum vulgare Mill., φοινίκουλο το κοινό, μάραθο, μάλαθρο και λανθασμένα γλυκάνισος.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατά μία εκδοχή ο Μαραθώνας πήρε το όνομά του από το μάραθο που υπήρχε σε αφθονία εκεί κατά την αρχαία εποχή. Από την εποχή του Ιπποκράτη οι καρποί του χρησιμοποιούνται ως ορεκτικοί, διουρητικοί, αντιπυρετικοί κλπ..
Περιγραφή : Είναι μονοετές, διετές ή πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, πολύκλαδο, λείο, ύψους 1-1,5 μ., φύλλα λεία, τριπλά ή πολλαπλά φτεροσχιδή και άνθη μικρά κίτρινα, σε ακραία σκιάδια. Ο καρπός (μαραθόσπορος) έχει χρώμα κιτρινωπό, πράσινο ή γκριζοπράσινο.
Οικολογία : Ο πολυετής μάραθος αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο απ' ευθείας στο χωράφι σε γραμμές που απέχουν 40-60 εκατ. Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Οι καρποί όταν ωριμάσουν και πάρουν χρώμα γκριζοπράσινο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται στην αρτοποιία και στην Παρασκευή του ούζου και τσίπουρου, ενώ θεωρούνται διουρητικοί, αποχρεμπτικοί, αντισπασμωδικοί, αεραγωγοί, ορεκτικοί, γαλακτογόνοι, αντιβηχικοί, αντιβρογχητικοί και ευκοίλιοι.
ΜΑΪΝΤΑΝΟΣ
Όνομα : Petroselinum sativum Hoffm., πετροσέλινο το εδώδιμο, μακεδονίσι, περσέμολο, μυρωδιά, κοντουμέντο.
Οικογένεια : Apiaceae (Umbelliferae), σκιαδανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονόμαζε ορεισέλινο και ο Διοσκουρίδης πετροσέλινο και το συνιστούσε μόνο ως φαρμακευτικό.
Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό λείο, γραμμωτό κατά μήκος, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα τα κατώτερα 2-3 φτεροσχιδή, σε αυγοειδή τμήματα, σφηνοειδή τρισχιδή, οδοντωτά, ενώ τα ανώτερα τρισχιδή με ακέραια τμήματα, γραμμοειδή – λογχοειδή και άνθη πρασινοκίτρινα, σε μακρόποδα σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη, ενώ καλλιεργείται σε μικροεκτάσεις ή σε κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα όλο το χρόνο, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο και οι καρποί όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα θεωρούνται χολαγωγά και διουρητικά, ενώ οι καρποί και προπαντός οι ρίζες επίσης διουρητικές και ορεκτικές.
Όνομα : Cichorium intybus L., κιχώριον το ίντυβο, πικραλίδα, πίκρα, πικροκόλλα, ποκρομάρουλο, πικρορράδικο, αροδίκι, παπαδούλια, κιχώρι.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κιχόρη ή κιχόριο και ο Διοσκουρίδης ως ήμερο σέρι. Ο Γαληνός το χαρακτήριζε ως φίλο του ήπατος και του στομαχιού.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, σκληρό, ύψους 80-100 εκατ., φύλλα τα κατώτερα φτεροσχιδή, τα υπόλοιπα λογχοειδή περίβλαστα και άνθη κυανά, ανά 2-3 σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Τα φύλλα σ΄ όλη τη βλαστική περίοδο και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα του τρώγονται βρασμένα, η δε ρίζα του όταν καβουρντιστεί είναι ένα από τα καλύτερα υποκατάστατα του καφέ. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, ορεκτικό, ευστόμαχο, ηπατικό, χολαγωγό, διουρητικό, εφιδρωτικό, ανθελμινθικό, καθαρτικό, καταπραϋντικό και αντιδιαβητικό.
ΙΝΟΥΛΑ
Όνομα : Inula viscosa (L) Ait., ίνουλα η ιξώδης, κόνυζα, νεροκόνυζος, νεροκολλησιά, κόντζα, ήμερη σκουντζιά, γκρουζιά, ψυλλίστρα, ψυλλήθρα, στρογγυλόχορτο.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την κόνυζα την αρσενική του Θεόφραστου και την κόνυζα τη μεγάλη του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, κολλώδη, εύοσμο, ύψους 40-100 εκ., φύλλα λογχοειδή, ακέραια, οδοντωτά, ημιπερίβλαστα και άνθη κίτρινα σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και κατά μήκος των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Αύγουστος – Οκτώβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ οι ρίζες το φθινόπωρο από φυτά ηλικίας τουλάχιστον 3 χρόνων.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται εντομοκτόνο, μαλακτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και εμμηναγωγό.
ΧΑΜΟΜΗΛΙ
Όνομα : Matricaria chamomilla L., ματρικάρια το χαμόμηλο, χαμαίμηλο, χαμομήλι, χαμόμηλο, χαμομηλιά, χαμομάθαις, ασπρολούλουδο, παναϊρίτσα, μαρτολούλουδο, λουλούδι τα' Αη-Γιώργη.
Οικογένεια : Asteraceae, (Cimpositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Ιπποκράτης το συνιστούσε ως εμμηναγωγό και κατά της υστερίας, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε αντιπυρετικό, παυσίπονο, διαλυτικό και επίσης εμμηναγωγό.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό λείο, πολύκλαδο, όρθιο, ύψους 10-35 εκατ., φύλλα δις ή τρις φτεροσχιδή και άνθη ασπροκίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια φτωχά -μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι στα πεταχτά ή σε γραμμές που απέχουν 40-50 εκατ.
Άνθηση : Απρίλιος - Ιούνιος.
Συλλογή : Τα άνθη όταν ανοίξουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ΄ τα άνθη του παρασκευάζεται ένα από τα καλύτερα ευστόμαχα αφεψήματα γιατί περιέχει χαμαζουλένιο που έχει αντοφλογιστικές ιδιότητες. Τα άνθη θεωρούνται επίσης αντιπυρετικά, ευκοίλια, χολαγωγά, αεραγωγά, ανθιλμινθικά, ορεκτικά, σιελογόνα, εμμηναγωγά, σπασμολυτικά, αντιαλεργικά, επουλωτικά και καταπραϋντικά των νεύρων.
ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟ
Όνομα : Silybum marianum (L) Gaertn., σίλυβο το μαριανό, κουφάγκαθο, αγκάβατος.
Οικογένεια : Asteraceae ( Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για τη λευκάκανθα του Θεόφραστου και το σίλυβο του Διοσκουρίδη. Κατά μία εκδοχή ονομάστηκε μαριανό, γιατί οι άσπρες κηλίδες των φύλλων προέκυψαν από τις σταγόνες γάλακτος της Παρθένου Μαρίας που έπεσαν σ' αυτά.
Περιγραφή : Είναι μονοετές ή διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, λείο, πολύκλαδο, ύψους 60-120 εκατ., φύλλα μεγάλα με άσπρες κηλίδες στην επάνω επιφάνεια, επιφυή, δίλοβα, αγκαθωτά και άνθη κοκκινοϊώδη, μονήρη, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και στις άκρες των δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ' ευθείας στο χωράφι την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση και τα σπέρματα όταν ωριμάσουν καλά.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και εδώδιμο. Οι τρυφεροί ανθοφόροι βλαστοί και τα φύλλα τρώγονται μαγειρευμένοι ή ωμοί και θεωρούνται διουρητικοί, χολαγωγοί και τονωτικοί. Εξάλλου τα σπέρματα θεωρούνται αντικτερικά, αντιχολολιθικά, αντιβηχικά και αντιηπατικά.
ΤΑΝΑΚΗΤΟ
Όνομα : Tanacetum vulgare I., τανάκητο το κοινό, αθανασία.
Οικογένεια : Asteraceae (Compositae), σύνθετα.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα με το σημερινό κοινό όνομα αθανασία.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό, ύψους 60-1,20 εκατ., φύλλα λεία, ανταυγοειδή, φτεροσχιδή και άνθη κίτρινα, σε ακραία κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερούς θαμνότοπους και κατά μήκος ποταμιών και ρυακιών, σ΄ όλο, από τη Θεσσαλία και πάνω τμήμα της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά υγρά, ή ποτιστικά μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται τονωτικό, ανθυστερικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντιρευματικό και ανθυδρωπικιακό.
Όνομα : Anchusa officinalis L., άγχουσα η φαρμακευτική, βοϊδόγλωσσα, σκυλόγλωσσα.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ΄την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσαν, ο Διοσκουρίδης στο κρασί που το έκανε «ευφρόσυνο», ο Πλίνιος στη βαφική και ο Γαληνός στα καλλυντικά.
Περιγραφή : Είναι διετής πόα. Έχει βλαστό πολύκλαδο, όρθιο, χνουδωτό, ύψους 50-70 εκατ., φύλλα προμήκη, λογχοειδή, χνουδωτά και άνθη κυανά ή ιώδη, σε αραιούς βόστρυχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε λιβάδια και χέρσα μέρη της βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές, αλλά και πεδινές περιοχές και σε χωράφια προσηλιακά, μέτριας γονιμότητατας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, εδώδιμο, βαφικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα του θεωρείται διουρητικό, επουλωτικό, αποχρεμπτικό και μαλακτικό. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία του στομαχικού έλκους, της νευρικής υπερεντάσεως και της μελαγχολίας. Η ρίζα έχει βαφικές ιδιότητες ( κόκκινο χρώμα ), ενώ τα τρυφερά φύλλα και νεαροί βλαστοί είναι εδώδιμοι.
ΒΟΡΑΓΟ
Όνομα : Borago officinalis L., βοράγο το φαρμακευτικό, μπουράντζα, μπουράτσινο, βορατσίνο, αρμπέτα.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως εναντίον της μελαγχολίας.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με αραιές τρίχες, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα αυγοειδή, τριχωτά, περίβλαστα και άνθη κυανά, σε ακραίους βόστρυχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πλούσια καλλιεργούμενα ή χέρσα χωράφια σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη, σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι νεαροί βλαστοί και τα τρυφερά φύλλα είναι εδώδιμα. Το υπέργειο τμήμα του φυτού θεωρείται μαλακτικό, διουρητικό, εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, χολαγωγό, αντικαταρροϊκό, τονωτικό, αντιρευματικό, καθαρτικό, γαλακτογόνο, αντιφλογιστικό και υπνωτικό.
ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟ
Όνομα : Cynoglossum officinale L., κυνόγλωσσο το φαρμακευτικό, σκυλόγλωσσα, σκυλόλακα, γοργόγιανο.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που το θεωρούσαν ως ναρκωτικό και δηλητηριώδες. Πιθανόν να πρόκειται για το κυνόγλωσσο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό ισχυρό, πολύκλαδο, τριχωτό, τεφρωπό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα χνουδωτά – τεφρωπά, τα κατώτερα μεγάλα, αυγοειδή – προμήκη που στενεύουν προς το μίσχο και τα ανώτερα λογχοειδή, ημιπερίβλαστα και άνθη ερυθρωπά, σε βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ακαλλιέργητα μέρη και κατά μήκος δρόμων σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται μαλακτικό και αντιδιαρροϊκό, η ρίζα καταπραϋντική και ναρκωτική και τα σπέρματα τοξικά.
ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
Όνομα : Heliotropium europaeum L., ηλιοτρόπιο το ευρωπαϊκό, μπαμπακίτης, μπαμπακίτσα, λιόδρομο, λιοστρόφι.
Οικογένεια : Boraginaceae, βοραγινίδη
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το ηλιοτρόπιο του Θεόφραστου και το ηλιοτρόπιο το μέγα του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πλαγιόκλαδο και πολύκλαδο, χνουδωτό, αυγοειδή ή ελλειψοειδή, ασπροπράσινα και άνθη άσπρα ή ασπροϊώδη σε πυκνούς βοστρύχους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα και καλλιεργούμενα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορεία. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό.. Το υπέργειο τμήμα και οι σπόροι θεωρούνται χολαγωγοί, εμμηναγωγοί, αντιπυρετκοί και αντιαρθριτικοί.
Όνομα : Lunaria biennis Moench., λουνάρια η διετής, σεληναία.
Οικογένεια : Brassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό που ήταν γνωστό με πολλά ονόματα στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα που το καλλιεργούσαν για τις εδώδιμες ρίζες του.
Περιγραφή : Είναι διετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, τριχωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή, καρδιοειδή ή βελονοειδή στη βάση, τα κατώτερα έμμισχα και άνθη ιώδη.
Οικολογία : Αυτοφύεται κατ' αραιά διαστήματα σε βραχώδη ή χέρσα μέρη στην Ευρυτανία και άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται στους κήπους. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στ χωράφι. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Απρίλιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Οι σπόροι όταν ωριμάσουν καλά και οι ρίζες το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι σπόροι θεωρούνται ορεκτικοί και θεραπευτικοί, ενώ οι ρίζες εδώδιμες.
ΣΙΝΑΠΙ
Όνομα : Sinapis alba L., σινάπι το λευκό, λαψάνα, πικρίδι.
Οικογένεια : Βrassicaceae (Cruciferae), σταυρανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το νάπυ του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, λίγο τριχωτό, ύψους 40-100 εκατ., φύλλα έμμισχα με μεγάλους λοβούς, πρασινοκίτρινα και άνθη κίτρινα σε βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργούμενα και χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί για να καλύψει τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, σε μουστάρδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται απ΄ ευθείας στο χωράφι τον Νοέμβριο – Φεβρουάριο σε γραμμές που απέχουν 50-60 εκατ..
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ξηραθούν καλά και πάρουν το κίτρινο χρώμα.
Ιδιότητες : Είναι φυτό εδώδιμο, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Απ' τα σπέρματα παρασκευάζεται η μουστάρδα. Το υπέργειο τμήμα, που τρώγεται βρασμένο θεωρείται αντιφλογιστικό, εμετικό, αντιβρογχικό, αντιασθματικό, αντιρρευματικό και καθαρτικό.
Όνομα : Capparis spinosa L., κάππαρη, κάππαρις.
Οικογένεια : Capparidaceae, καππαριδίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Κατάγεται από χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Περιγραφή : Είναι μικρός θάμνος. Έχει μεγάλους βλαστούς 1-1,50 μ. που άλλοι είναι κατακείμενοι και άλλοι όρθιοι, εντελώς λείοι, φύλλα επαλλάσοντα, με εμφανή νεύρα, ακέραια και άνθη μονήρη μεγάλα, άσπρα ή ελαφρώς ιώδη, με μεγάλο ποδίσκο, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι ράγα ατρακτοειδής, πολύσπερμος και ονομάζεται καππαρόμηλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη ή βραχώδη μέρη και σε ερείπια κτισμάτων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στα νησιά. Ευδοκιμεί σε νησιώτικες ή παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 2 επί 2,5 μ..
Άνθηση : Μάιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Τα μπουμπούκια κάθε 8 – 12 ημέρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό λαχανευόμενο και αρτυματικό. Επίσης φαρμακευτικό, αρωματικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται οι τρυφεροί βλαστοί και προπαντός τα μικρά μπουμπούκια που διατηρούνται σε άλμη, ή ξύδι. Οι φλοιοί των ριζών θεωρούνται ορεκτικοί, εμμηναγωγοί, τονωτικοί, αντιαναιμικοί, ανθυδρωτικοί, αφροδισιακοί (διεργετικοί) και αντιαρθριτικοί, ενώ τα μπουμπούκια διουρητικά, τονωτικά και αντιαρτηριοσκληρωτικά.
Όνομα : Lonicera etrusca Savi., λονίκερα το αιγόφυλλο, αιγόκλημα, αγριόκλημα, αγιόφυλλο, μπιρμπιλιά, καπερφόλιο, της Παναγούδας τα χερούδια.
Οικογένεια : Caprifoliaceae, καπριοφολιίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το κλύμενο του Θεοφράστου και το περικλύμενο ή επίσης κλύμενο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό αναρριχώμενο, λεπτό, με κλαδιά λεία ή λίγο χνουδωτά , ύψους 1,50-2 μ., φύλλα ανταυγοειδή, σχεδόν δερματώδη, αμβλέα, τα ανώτερα συμφυή και τα υπόλοιπα επιφυή και άνθη κιτρονόασπρα - κοκκινωπά, εύοσμα, επιφυή, σε ακραίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνοτόπους και χέρσα ασβεστώδη μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με καταβολάδες και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 1,00-1,20 επί 1,40-1,60 μ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : τα άνθη όταν αρχίζουν να ανοίγουν, ενώ τα φύλλα σ' όλη τη διάρκεια της βλαστήσεως.
Ιδιότητες : Είναι φυτό καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα άνθη του περιέχουν αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία, ενώ θεωρούνται αντιασθματικά. Εξάλλου τα φύλλα θεωρούνται κατάλληλα για γαργάρες και οι καρποί διουρητικοί και αντικαταρροϊκο.
Όνομα : Cistus creticus Boiss., λαδανιά, αλάδανος, λάδανο.
Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος ως κίσθον και ο Διοσκουρίδης ως κίστον, κίσσαρον, κίσθαρον. Ο τελευταίος περιγράφει και μέθοδο συλλογής λαδάνου, που εφαρμόζεται ακόμα στο χωριό Σείσες της Κρήτης, όπου συλλέγονται μικρές ποσότητες.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό πολύκλαδο, με πυκνούς αδένες, ύψους 50-100 εκατ. Φύλλα έμμισχα, αντίθετα, παχιά, ρυτιδώδη και άνθη σαν μικρά τριαντάφυλλα, ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους κατά συστάδες, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Κρήτη, Χαλκιδική κλπ.). Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο αλλά και με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το έκκριμα (λάδανο) τις μεσημεριάτικες ώρες Ιούλιο – Αύγουστο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ο βλαστός και τα φύλλα περιέχουν βαλσαμώδη ρητινική αρωματική ύλη, το λάδανο, που παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν εναντίον της πανώλης.
ΚΙΣΤΟΣ ο μονσπελιανός
Όνομα : Cistus monspeliensis L., μαύρη λαδανιά, βούθικο.
Οικογένεια : Cistaceae, κιστίδη.
Ιστορικό : Είναι ένα από τα γνωστά, κατά την αρχαιότητα, είδη κίστου, που το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης με τα ίδια ονόματα του προηγούμενου είδους.
Περιγραφή : Είναι πολυετές αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό, όρθιο, πολύκλαδο, πρασινωπό, ύψους 60-100 εκατ., φύλλα κατσαρά, λογχοειδή, επιμήκη με τρία νεύρα, και άνθη, ασπροδερά, σε μονόπλευρους ακραίους βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνότοπους, όπου σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 60-70 επί 70-80 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, καλλωπιστικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό και αντιδιαρροϊκό.
Όνομα : Convolvulus arvensis L., κονβόλβουλος ο αρουραίος, μικρό περικοκλάδι, περικοκλάδι, περιπλοκάδι, χωνάκι.
Οικογένεια : Convolvulaceae, κονβολβουλίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την ιασιώνη του Θεόφραστου και την πρώτη ελξίνη του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό αναρριχώμενο ή έρποντα, πράσινο, λεπτό, λείο ή με λίγο χνούδι, ύψους 50-60 εκατ. φύλλα μικρά σε σχήμα βέλους ή δόρατος και άνθη ασπροκόκκινα σαν χωνάκια, στις μασχάλες των φύλλων.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε καλλιεργημένα και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Είναι δυσεξόντωνο ζιζάνιο στις ποτιστικές κυρίως καλλιέργειες. Ευδοκιμεί σε πεδινές περιοχές και σε χωράφια μέτριας γονιμότητας-πλούσια ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο απ΄ ευθείας στο χωράφι και με ριζώματα. Η σπορά και η φύτευση γίνεται την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, καλλωπιστικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό θεωρείται καθαρτικό, επουλωτικό, και ανθυδρωπικιακό.
Όνομα : Cornus mas
Περιγραφή : Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο (μέχρι 8 μ.), με κόμη σφαιρική και φλοιό σταχτοκίτρινο. Τα κίτρινα άνθη σε μικρά σφαιρόμορφα σκιάδια εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη πριν από την έκπτυξη των φύλλων. Τα φύλλα (2,5-8,5εκ. ) αντίθετα, ωοειδή-ελλειψοειδή, λειόχειλα, πράσινα, με οξεία κορυφή, μικρό μίσχο και 3-5 ζεύγη εμφανών, πλευρικών νεύρων.
Οι φυλλοφόροι οφθαλμοί μικροί, ωοειδείς, τριχωτοί, αποκλίνουν από τα κλαδιά, οι ανθοφόροι μεγαλύτεροι, σφαιρικοί με ποδίσκο. Οι κλαδίσκοι γωνιώδεις, γκριζοπράσινοι, ιόχρωμοι στην ηλιαζόμενη πλευρά.
Τα άνθη ανά 10-25 σε σκιάδια μικρά (διαμέτρου 1 εκ.), μασχαλιαία, με μικρό ποδίσκο που φέρει στη βάση του 4 κιτρινωπά βράκτια. Ο καρπός δρύπη (1,5 εκ.) ωοειδής, σαρκώδης, κρεμάμενη, με έντονο ερυθρό χρώμα κατά την ωρίμαση(Αύγουστο-Σεπτέμβριο), τρώγεται.
Οικολογία : Είδος της Ν. και Κ. Ευρώπης μέχρι Καύκασο και Δ. Ασία. Σε μας, σε όλη τη χώρα σε δάση και θαμνώνες, συνήθως σε ασβεστολιθικά εδάφη. Συχνά καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και για τους καρπούς του.
Όνομα : Κολοκύνθη. CURCUBITA Κοινώς κολοκυθιά. Ανήκει στην οικογένεια των Κολοκυνθοειδών. Είναι αυτά που καλλιεργούνται στους κήπους. Φυτό μονόχρονο.
- Διακρίνουμε δύο ποικιλίες και πολλές διαφορές.
- 1) τη κολοκύνθη τη κοινή, που καλλιεργείται για τους καρπούς της, που μαζεύονται και μαγειρεύονται άγουροι, τα κολοκυθάκια που λέμε.
- 2) Η κολοκύνθη η μείζων κοινώς γλυκοκολοκύθα.
Όνομα : ARBUTUS UNEDO. Προέλευση ονόματος: ARBUTUS: από το αρχ. λατ. που σημαίνει δέντρο.
UNEDO (λατ.) = κούμαρο. Η ονομασία σύμφωνα με μια άποψη προέρχεται από τους καρπούς της κουμαριάς που είναι δυσκολοχώνευτοι και γι' αυτό οι αρχ. λατίνοι την ονόμαζαν unedo δηλ. φάγε ένα.
Κοινή ονομασία: κουμαριά.Το όνομα προέρχεται από το αρχαίο Κόμαρος.
Περιγραφή: αποτελεί έναν από τους βασικούς θάμνους της μακίας βλάστησης.
Το ύψος του κυμαίνεται μεταξύ 1-3 μ.. Μερικά άτομα όμως μπορούν να φθάσουν και το ύψος των 12 μ. Ο φλοιός είναι τραχύς και ξεφλουδίζει σε μικρά κομμάτια. Η κουμαριά δείχνει μια προτίμηση στα μη ασβεστούχα, όξινα εδάφη και γι' αυτό το λόγο βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία κοντά στα ρείκια και τις καστανιές, που και αυτά προτιμούν τέτοιου είδους εδάφη.
Τα άνθη είναι υπόλευκα, ενώ οι καρποί ωριμάζουν ένα χρόνο μετά την ανθοφορία, γι' αυτό συμβαίνει πολλές φορές να παρατηρούνται μαζί τα άνθη της νέας χρονιάς με τους καρπούς της προηγούμενης.
Οι κουμαριές είναι πολύ ανθεκτικές στις πυρκαγιές, γιατί αμέσως μετά τη φωτιά πετούν από τις ρίζες τους νέους βλαστούς. Με τον τρόπο αυτό, τα εδάφη προστατεύονται γρήγορα και αποτελεσματικά από τις βροχές και τη διάβρωση που ακολουθεί.
Συναντάται σε: χαμηλό και μέσο υψόμετρο, σε λόφους, πεδιάδες και βουνά, σε ανάμεικτους θαμνώνες σκίνων, ρεικιών και μυρτιάς.
Παράδοση-χρήσεις: οι εντυπωσιακοί καρποί κοκκινοκίτρινοι καρποί του, κάνουν τα κλαδιά του φυτού περιζήτητα για διακόσμηση. Σε πολλά μέρη με τους καρπούς του έφτιαχναν μαρμελάδες και με απόσταξη ένα είδος ρακί. Το ξύλο της κουμαριάς είναι πολύ σκληρό και χρησιμοποιείται σε διάφορες μικροδουλειές αλλά δίνει και καλής ποιότητας ξυλοκάρβουνο.
Από τα 20 διαφορετικά είδη που υπάρχουν στον κόσμο, μόνο δύο βρίσκονται στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΝΤΡΩΔΗΣ
Όνομα : ERICA ARBOREA L. (Ερείκη η δενδρώδης-κ. ρείκι)
Περιγραφή: Αειθαλής, πυκνόκλαδος θάμνος ή μικρό δέντρο ( μέχρι 7 μ), με ραβδόμορφα, όρθια κλαδιά.
Ανθεί Μάρτιο-Απρίλιο.
Τα φύλλα (0,13-0,5 εκ.) από κάτω αυλακωτά, συνήθως ανά 4 σε σπονδύλους, καλύπτουν τους λευκά χνουδωτούς κλαδίσκους. Τα άνθη με λευκή, πλατειά κουδουνοειδή στεφάνη και πορφυρέρυθρους ανθήρες, σε πολυανθείς φόβες.
Οικολογία : Πλατειά διαδεδομένο είδος στη Ν., ΝΔ. Ευρώπη καθώς και στην Ασία και Α. Αφρική, σε θαμνώνες, διάκενα δασών και κατά μήκος ρευμάτων. Σε μας, στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων.
ΡΕΙΚΙΑ Η ΔΕΣΜΑΝΘΗΣ
Όνομα : ERICA VERTICILLATA FORSK. (E. manipyliflora Salis)
Θάμνος (μέχρι 1μ.) με κλαδίσκους γυμνούς. Ανθεί Αύγουστο – Σεπτέμβριο. Τα φύλλα (0,4-0,8 εκ.) από κάτω κυρτά, ανά 3-4 σε σπονδύλους. Τα άνθη με ροδόχρωμη στεφάνη, σε ολιγανθείς βότρεις στην άκρη των κλαδιών.
Είδος των Κ. και Α. παραμεσόγειων περιοχών. Σε μας, στη ζώνη αειφύλλων πλατυφύλλων.
ΕΥΦΟΡΒΙΑ
Όνομα : Euphorbia seguierana Neck., ευφόρβια η σεγκουιεράνα, γαλατσίδα, αγουλοναριά.
Οικογένεια : Euphorbiaceae, ευφορβιίδη.
Ιστορία : Οι γαλατσίδες ή ευφόρβιες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα που τις αναφέρουν ο Ιπποκράτης, ο Πλίνιος και ο Διοσκουρίδης ως φυτά δηλητηριώδη και καθαρτικά. Παλαιότερα τις χρησιμοποιούσαν για την καταστροφή των κρεατοελιών και τη θεραπεία της κασίδας.
Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό όρθιο, λείο γλαυκόχροο, ύψους 20-50 εκατ., φύλλα απλά, γραμμοειδή – λογχοειδή, οξύληκτα και άνθη μικρά κίτρια σε ακραία σκιάδια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, ασβεστούχα, χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, ασβεστούχα, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Τα σπέρματα όταν ωριμάσουν, ενώ η ρίζα την άνοιξη ή το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό δηλητηριώδες και φαρμακευτικό. Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα θεωρούνται καθαρτικά και εμετικά. Ο χυμός προκαλεί φλύκταινες στο δέρμα.
Όνομα : Spartium Junceum L., σπάρτο το βουρλόμορφο.
Οικογένεια : Fabaceae (Papilionaceae), ψυχανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για το λινόσπαρτο του Θεόφραστου. Ο Διοσκουρίδης το περιγράφει ως «θάμνο με ράβδους, μακράς, αφύλλους», ενώ ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι Ισπανοί, οι Ρωμαίοι και οι Καρθαγένιοι κατασκεύαζαν από τους βλαστούς του χονδροειδή ενδύματα.
Περιγραφή : Είναι μεγάλος θάμνος. Έχει βλαστό επιμήκη, κυλινδρικό πράσινο ή πρασινοκυανό, ύψους 2-5 μ., χωρίς φύλλα ή με λίγα φύλλα απλά λογχοειδή ή γραμμοειδή, άνθη κίτρινα, ευοσμότατα και σπέρματα μαύρα σε λοβούς.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ενώ καλλιεργείται ως καλλωπιστικό στους κήπους και στα πρανή των δρόμων. Ευδοκιμεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,20-1,50 μ.
Άνθηση : Μάιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Τα άνθη τις πρωινές ώρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και κλωστικό. Τα άνθη περιέχουν εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο, κατάλληλο για την αρωματοποιία. Οι βλαστοί έχουν καρδιοτονωτικές ιδιότητες, όμως η μεγάλη κατανάλωση τους από τα ζώα προκαλεί δηλητηριάσεις. Επίσης θεωρούνται αντιδιαβητικοί, διουρητικοί, καθαρτικοί, εμμηναγωγοί και αντιλευκωματουρικοί. Τα σπέρματα είναι δηλητηριώδη.
ΚΟΥΚΙΑ
Όνομα : Κύαμος. VICIA FAVA.
Κοινώς κουκιά. Ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών.
Είναι τα καλλιεργούμενα που χρησιμοποιούνται ως τροφή των ανθρώπων και των ζώων. Περιέχουν νερό 14,00, αζωτούχες ουσίες 25,68, λίπος 1,68, υδατάνθρακες 47,29 στα εκατό.
Είναι όσπριο εξαιρετικά νόστιμο, θρεπτικό και τονωτικό. Δημιουργεί όμως και αέρια, είναι δύσπεπτο και δυσόνειρο.
Είναι γνωστά από την αρχαιοτάτων χρόνων και θεωρούνταν ως αφροδισιακά και διεγερτικά. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τα θεωρούσε και στειρωτικά και ο Άγιος Ιερώνυμος αφροδισιακά.
Τα άνθη της κουκιάς ως βραστάρι ρίχνουν λιθάρια της χολοκυστίτιδας.
Όνομα : C.sativa Miller – Καστανιά η εδώδιμη
Φυλλοβόλο δένδρο με ύψος μέχρι 30m. Φλοιός στην αρχή λείος, αργότερα με σταχτοκάστανο και κατά μήκος σχισμένο ξηρόφλοιο. Νεαροί κλαδίσκοι γωνιώδεις, γυμνοί, σκουρερυθροκάστανοι. Οφθαλμοί μέχρι 6 mm, ωοειδείς, αμβλυκόρυφοι, γυμνοί ή ελαφρώς χνουδωτοί.
Άνθη εντομογαμή, σε όρθιους, μήκους 12-20 cm, ιούλους, οι οποίοι φέρουν στο κατώτερο μέρος τους τα θηλυκά και στο ανώτερο τα αρσενικά. Κάθε αρσενικό άνθος με 6μερές, συνήθως πράσινο περιάνθιο και 8-12 στήμονες. Τα θηλυκά ανά 3, σε πράσινο περίβλημα το κάθε άνθος με 6χωρη ωοθήκη και 6, λευκά στίγματα που προεξέχουν.
Άνθηση: Μάιο – αρχές Ιούλιου.
Απαιτείται βαθιά, νωπά, χαλαρά, περιεκτικά σε άργιλο και οργανική ουσία εδάφη, ασβεστόφοβο. Ημισκιόφυτο, ευαίσθητο σε παγετούς. Απαντάται κυρίως στην παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης, πολλές φορές σε μίξη με άλλα είδη.
Δέντρο, όμορφο, κομψό, γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος το ονομάζει διοσβάλανον διακρίνοντας μάλιστα και ποικιλίες του, όπως την ευβοϊκην καρύαν και τον καρπό της το κασταναϊκόν κάρυον. Διός βάλανος, σαρδιανή βάλανος, λόπιμος, μότος κατά τον Διοσκουρίδη. Ακόμη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο πολλοί οικισμοί από την αρχαιότητα είχαν το όνομα ' Καστανέα'.
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Όνομα : Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens)
Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Παρουσιάζει έντονη πολυφυλλία.
Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό.
Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα.
Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.
Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα. Το ξύλο της αποτελεί άριστο καυσόξυλο, για τους παραδασόβιους πληθυσμούς. Καλά άτομα δίνουν ξύλο άριστης ποιότητας για την ξυλουργική και την επιπλοποιία.
Το ξύλο της είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.
Όνομα : ΔΑΚΤΥΛΙΔΑ (DACTYLIS GLOMERATA
Η δακτυλίδα ανήκει στην οικογένεια Gramimeae της τάξης Graminales της κλάσης των Μονοκοτυλήδονων.
Η δακτυλίδα είναι πολυετές αγροστώδες φυτό, κατάλληλο για την εγκατάσταση τεχνητών λειμώνων και την βελτίωση της σύνθεσης της χλωρίδας των φυσικών βοσκοτόπων.
Είναι φυτό με όρθια έως ημιόρθια ανάπτυξη, μεγάλου ύψους με πολλά αδέλφια. Το φύλλωμά του είναι πλούσιο, με φύλλα γλαυκά πράσινα, απαλά στην αφή, στενά και μακριά.
Αντέχει καλά στο ψύχος και στις σκωριάσεις. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικό στην ξηρασία.
Όνομα : ΦΑΚΕΛΩΤΗ (PHACELIA TANACETIFOLIA)
Η Φακελωτή ανήκει στην οικογένεια Hydrophyllaceae της τάξης Tubiflorae (Solanales) της κλάσης των δικοτυλήδονων.
Είναι ετήσιο ποώδες φυτό προσαρμοσμένο σε ξηροθερμικές συνθήκες. Φέρει έλλοβα φύλλα και άνθη κυανοιώδη ή κυανοπράσινα σε πυκνούς σταχυοειδείς βοστρύχους.
Είναι φυτό μελιτογόνο, γυρεοφόρο και κτηνοτροφικό.
Ο σπόρος της ωριμάζει σε 60 ημέρες περίπου και πρέπει να αρδευτεί δύο τουλάχιστον φορές. Το ύψος του φυτού είναι 70 - 90 πόντους και η διάρκεια της ανθοφορίας 50 ημέρες.
Αποδίδει περίπου 40 κιλά μέλι το στρέμμα όταν χρησιμοποιείται ως μελιτογόνο φυτό.
Όνομα : Crocus sativus L., κρόκος ο εδώδιμος, σαφράν, σαφράνι, σαφράνα.
Οικογένεια : Iridaceae, ιριδίδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Επίσης το αναφέρουν ο Θεόφραστος, ο Αισχύλος και ο Πίνδαρος. Στο μουσείο της Κρήτης υπάρχει τοιχογραφία όπου ένας νέος μαζεύει λουλούδια κρόκου (κροκοσυλλέκτης).
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βολβό σφαιρικό διαμέτρου 3-5 εκατ. Από κάθε βολβό αναπτύσσονται 6-10 φύλλα που είναι στενά, νηματοειδή, μήκους 15-20 εκατ. Τα άνθη είναι εύοσμα και έχουν χρώμα ιώδη. Οι ανθήρες είναι τρεις κίτρινοι, το δε στίγμα του υπέρου είναι τρίλοβο, μερικές φορές πεντάλοβο και έχει χρώμα πορτοκαλέρυθρο.
Οικολογία : Καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο χωριό Κρόκος της Κοζάνης, που πήρε το όνομα του από το φυτό αυτό. Τελευταία καλλιεργείται σε μικρότερη έκταση και σ' άλλες περιοχές (Ν. Δράμας, Γρεβενών κλπ.). ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια αμμουδερά, λίγο ασβεστούχα, ξηρικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με βολβούς που φυτεύονται Μάιο – Ιούνιο σε αποστάσεις 10-15 επί 20-25 εκατ.
Άνθηση : Οκτώβριος – Νοέμβριος.
Συλλογή : Τα άνθη σε πλήρη άνθηση, τις πρωινές ώρες.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, βαφικό και αρτυματικό. Καλλιεργείται για τα στίγματα του υπέρου των λουλουδιών ( κόκκινος κρόκος) που χρησιμοποιούνται ως άρτυμα, αλλά και στη βαφική, ενώ θεωρούνται εμμηναγωγά, τονωτικά και ορεκτικά.
Όνομα : Althaea officinalis L., αλθαία η φαρμακευτική, νερομολόχα, βίσκος.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που χάρη στις βλενώδεις ουσίες το θεωρούσαν αντιβηχικό, αντιφλογιστικό και μαλακτικό.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με βελούδινο άσπρο χνούδι, ύψους 0,60-1,50 μ., φύλλα αυγοειδή με 3-5 μικρούς λοβούς, λίγο οδοντωτά και άνθη μεγάλα ασπρορόδινα. Η ρίζα του είναι χοντρή, άσπρη.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δροσερά ή υγρά χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια μέσης γονιμότητας, υγρά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ' ευθείας στο χωράφι και με τμήματα ρίζας. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απόσταση 50-60 επί 80-90 εκατ..
Aνθηση : Απρίλιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα του φυτού σε πλήρη άνθηση, ενώ η ρίζα το φθινόπωρο, από φυτά ηλικίας δύο χρόνων τουλάχιστο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Ολόκληρο το φυτό ( βλαστός, φύλλα, άνθη και ρίζα ) θεωρείται μαλακτικό, καταπραϋντικό, αποχρεμπτικό, αντιδυσεντερικό, αντιβρογχικό και αντιφλογιστικό.
ΒΑΛΛΩΤΗ η κρατηροειδής
Όνομα : Ballota acetabulosa Benth., λουμίνια, λυχναράκι, φυτιλάκι, φάσσας, αναμεφωλιά, αποπουλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Είναι η τρίτη φλομίς ή θρυσαλλίς ή λυχνίτης του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό πολύκλαδο, χνουδωτό ύψους 20-60 εκατ., φύλλα αυγοειδή με μικρό μίσχο, πολύ χνουδωτά και άνθη κόκκινα, σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα εκτός από το βόρειο τμήμα της. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε απστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διεγερτικό, λιθοδιαλυτικό και ανθυστερικό. Από τους τρυφερούς βλαστούς που λέγονται «πανάκια», παρασκευάζονται καταπλάσματα.
ΚΑΛΑΜΙΝΘΑ
Όνομα : Calamintha suaneolens Boiss., καλαμίνθα η εύοσμος, καλαμίνθη, μέντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Πρέπει να είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και οι συγγραφείς της εποχής εκείνης να το αναφέρουν με άλλο όνομα.
Περιγραφή : Είναι φυτό πολυετές. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα ελλειψοειδή – λογχοειδή, πριονωτά με πυκνό τρίχωμα και άνθη ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά, πετρώδη μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Καλλιεργήθηκε δοκιμαστικά με επιτυχία στο Κεραμίδι Πηλίου. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία.
ΥΣΣΩΠΟΣ
Όνομα : Hyssopus officinalis L., ύσσωπος ο φαρμακευτικός.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Αναφέρεται στους ψαλμούς τους Δαυίδ (51:7) «Ραντίεις με υσσώπω και καθαρισθήσομαι…». Πιθανόν να πρόκειται για τον κηπευτικό ύσσωπο του Διοσκουρίδη.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό φρυγανώδη, όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 40-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή γραμμοειδώς λογχοειδή, αντίθετα, έντονα πράσινα και άνθη μπλέ, ιώδη ή ροζ, σε ακραία μονόπλευρα στάχια.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας αλλά καλλιεργείται μόνο για πειραματικούς σκοπούς και σε γλάστρες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας-πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό, αρωματικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, ανθελμινθικό, διεγερτικό, αεραγωγό, αντιβρογχικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, αντιφυσιτικό και στυπτικό.
ΛΕΒΑΝΤΑ υβρίδιο
Όνομα : Lavandula hybrida Rev., lavandin, λεβάντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι νέο φυτό που προήλθε από τη διασταύρωση της γνήσιας και της σταχυώδους λεβάντας. Τα κυριότερα υβρίδια που υπάρχουν στην Ελλάδα και προέρχονται απ' την Γαλλία είναι Abrial, special, super και Μ.G.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, γραμμοειδή, τεφροπράσινα και άνθη σκούρα κυανά ή κυανότεφρα, σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Στη χώρα μας καλλιεργήθηκε σε μικρή έκταση πριν από λίγα χρόνια στους νομούς Αρκαδίας, Κεφαλληνίας και Σερρών, όπου υπάρχουν ακόμη εγκαταλειμμένες φυτείες. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές με υψόμετρο 400-700 μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, μάλλον φτωχά, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 1-1,20 επί 1,50-1,80 μ.
Άνθηση : Ιούλιος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Από τους ανθοφόρους βλαστούς λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται ότι έχει σχεδόν τις ίδιες θεραπευτικές ιδιότητες με εκείνες της γνήσιας λεβάντας
ΛΕΒΑΝΤΑ η στοιχάς
Όνομα : Lavandula stoechas L., αγριολεβάντα, μαυροκέφαλο, χαμολίβανο, λαμπρή, μυροφόρα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι απ' αυτό οι αρχαίοι παρασκεύαζαν το στοιχαδίτη οίνο και το στοιχαδικό ξύδι.
Περιγραφή : Είναι μικρό πολυετές φρύγανο. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 30-70 εκατ., φύλλα αντίθετα, χνουδωτά, γραμμοειδή και άνθη πορφυροϊώδη, σε ακραία πυκνά αυγοειδή στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται στη Χαλκιδική, Μεσσηνία, Κρήτη, Εύβοια, Αττική κ.α. Ευδοκιμεί σε δροσερές, ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά, χωρίς ασβέστιο, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 70 επί 80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο πλούσιο σε καμφορά, κατάλληλο για τη φαρμακοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται ορεκτικό, νευροτονωτικό, ανθελμινθικό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αεραγωγό
ΛΕΒΑΝΤΑ η γνήσια
Όνομα : Lavandula vera L., λαβαντούλα, λεβαντίδα, καλογερόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν κατά των δερματικών παθήσεων, ενώ οι Ρωμαίοι το έβαζαν στο νερό του μπάνιου.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, προμήκη, γραμμοειδή, με λίγο χνούδι, τέφρα και άνθη μπλε, σε απλούς ανθοφόρους βλαστούς που σχηματίζουν επιμήκη κυλινδρικά στάχια.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στη χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές με υψόμετρο πάνω από 700μ. και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και καλλωπιστικό. Το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους ανθοφόρους βλαστούς και που είναι το καλύτερο απ' όλα τα είδη λεβάντας, χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπουνοποιία και τη φαρμακευτική. Εξάλλου το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιδιαρροϊκό, αεραγωγό, τονωτικό, διουρητικό, αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντιασθματικό, αντικαταρροϊκό και χολαγωγό. Επίσης τα άνθη όταν τοποθετούνται στις ιματιοθήκες τις αρωματίζουν και διώχνουν το σκώρο.
ΜΑΡΟΥΒΙΟ
Όνομα : Marrubium vulgare L., μαρούβιο το κοινό, καλάνθρωπος, ασπροπρασιά, σκυλόχορτο, βρωμοζάκι, μαρμαράκι, πικροπάνι, αγριοφλουτουριά, μαυροβότανο, σκουλόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το χρησιμοποιούσε ο Ιπποκράτης. Το αναφέρουν επίσης ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ξυλώδη, χνουδωτό, ύψους 30-70 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα αυγοειδή, πράσινα στην άνω επιφάνεια και χνουδωτά στη κάτω και άνθη άσπρα, σε μασχαλιαία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέσης γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό, τονωτικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό, αντιασθματικό, αντιβηχικό, εμμηναγωγό, ευστόμαχο, χολαγωγό, ηπατικό, επουλωτικό και στυπτικό.
ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ
Όνομα : Mellisa officinalis L., μέλισσα η φαρμακευτική, μέλισσα, μελισσοβότανο, μελισσάκι, κιτροβάλσαμο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης ως μελισσόφυλο. Από τον τελευταίο αναφέρεται επίσης ως μελιττίς, μελίτταιον και μελόφυλλο.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα μεγάλα αυγοειδή, λίγο πριονωτά, με γλυκιά οσμή λεμονιού και άνθη άσπρα ή ροδίζοντα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε δασώδη και χέρσα μέρη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια πλούσια, ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με παραφυάδες και με μοσχεύματα. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, δύο φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και θαυμάσιο μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην παρασκευή ηδύποτων και στη φαρμακοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται τονωτική, αντισπασμωδική, ορεκτική, ευστόμαχη, εφιδρωτική, ανθελμινθική και εμμηναγωγή
ΜΕΝΤΑ η μακρόφυλλη
Όνομα : Mentha longifolia Huds., αγριοδυόσμος, καλαμίθρα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Πιθανόν να πρόκειται για την τρίτη καλαμίνθη του Διοσκουρίδη που, όπως έλεγε, μοιάζει με άγριο δυόσμο.
Περιγραφή : Είναι πολυετής φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, με πολύ άσπρο χνούδι, τετραγωνικό, ύψους 40-70 εκατ., φύλλα επιφυή, αυγοειδή – προμήκη ή λογχοειδή, πριονωτά, άσπρα χνουδωτά τουλάχιστον στην κάτω επιφάνεια και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε ακραίους κυλινδρικούς βότρεις.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.
ΜΕΝΤΑ η πιπερώδης
Όνομα : Mentha piperita L., μέντα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Φυτό ως μέντα, χωρίς να έχει εξακριβωθεί το είδος της, είναι γνωστό απ' την αρχαιότητα. Αναφέρεται ότι μέντα καλλιεργούσαν στη Μινωική εποχή, ο δε Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι γιατροί της αρχαίας εποχής απέδιδαν σ' αυτή θεραπευτικές ιδιότητες.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό τετραγωνικό, λείο, όρθιο, ύψους 60-90 εκατ., φύλλα μακρόμισχα, λογχοειδή – αυγοειδή, πράσινα και άνθη ιώδη σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται στην χώρα μας, αλλά καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση στο νομό Ροδόπης και σε μικρή στους Νομούς Λάρισας και Θεσσαλονίκης. Ευδοκιμεί σε πεδινές κυρίως περιοχές και σε χωράφια πλούσια και ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα. Η φύτευση, που η καλύτερη εποχή είναι ο Νοέμβριος, γίνεται σε αυλάκια που απέχουν 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση μια φορά το χρόνο όταν χρησιμοποιείται για αιθέριο έλαιο και λίγο πριν από την άνθηση 2-3 φορές το χρόνο, όταν χρησιμοποιείται για ξηρή δρόγη.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην ποτοποιία, στη ζαχαροπλαστική, στη φαρμακοποιία, στην οδοντοκρεμοποιία και ακόμη στην αρωματοποιία. Η ξηρή δρόγη χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχη, χολαγωγή, αντιδιαρροϊκή, αντιναυτιακή, αντικολική και αντικεφαλαλγική.
ΜΕΝΤΑ η πουλέγιος
Όνομα : Mentha pulegium L., φλησκούνι, βληχώνι, βληχούνι, γληφώνι, γληχούνι, φλεσκούνι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το θεωρούσαν εμμηναγωγό και αντιασθματικό. Παλαιότερα το θεωρούσαν επίσης αντιαρθριτικό και το ονόμαζαν «μέντα ποδαγκράρια».
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο ή πλαγιαστό, λίγο τριχωτό ή σχεδόν λείο, πρασινωπό, ύψους 15-20 εκατ., φύλλα μικρά αυγοειδή ή προμήκη, με μικρό μίσχο και άνθη ρόδινα ή ιώδη σε μασχαλιαίους σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και σε όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές ή ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Οκτώβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη σαπωνοποιία. Επίσης θεωρείται αποχρεμπτικό, αντιασθματικό, αντιβρογχικό, αντικοκκυτικό, εμμηναγωγό, αντιαρθριτικό, διουρητικό, αντιρρευματικό, αντιδιαρροϊκό, ευστόμαχο, αντισπασμωδικό και αναισθητικό
ΜΕΝΤΑ η στρογγυλόφυλλη
Όνομα : Mentha rotundifolia Huds., αγριοδυόσμος.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, που συγχέεται με τη μέντα τη μακρόφυλλη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο , τετραγωνικό, χνουδωτό ύψους 40-80 εκατ., φύλλα αυγοειδή – στρογγυλά, επιφυή, τεφρόασπρα, χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια και άνθη άσπρα ή ρόδινα σε ακραία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε υγρά μέρη και στις όχθες ποταμιών και ρυακιών σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με ριζώματα που φυτεύονται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αυλάκια που απέχουν μεταξύ τους 60-70 εκατ.. Άνθηση : Ιούλιος – Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο και αντισπασμωδικό.
ΜΙΚΡΟΜΕΡΙΑ
Όνομα : Micromeria Juliana Benth, μικρομέρια, τζουλιάνα, ύσσωπο, άγριο τσάι, τροχαλίσιο τσάι, τραγορίγανη, κατσιδόχορτο, ριγανούλα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Διοσκουρίδης που το συνιστούσε κατά της υπερχλωρυδρίας και των κρυολογημάτων. Στο Μεσαίωνα το έλεγαν τραγορίγανο.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 10-50 εκατ., φύλλα επιφυή, λογχοειδή ή γραμμοειδή, επίσης χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη σε στενά ακραία στάχυα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε ξηρά και άγονα μέρη σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά. Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, λιθοδιαλυτικό και αντιυπερχλωρυδριακό.
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Όνομα : Ocimum basilicum L., ώκιμο το βασιλικό, σταυρολούλουδο, βασιλιτσά.
Οικογένεια : Lamiaceae ( Labiatae ) , χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν εναντίον της μελαγχολίας και της μανίας, ενώ ο Ιπποκράτης εναντίον του εμετού. Η ελληνική παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ελένη ανακάλυψε τον Τίμιο Σταύρο απ' το άρωμα του βασιλικού που φύτρωσε στο μέρος όπου ήταν θαμμένος.
Περιγραφή : Είναι μονοετές φυτό. Έχει βλαστό πολύκλαδο, τετραγωνικό, ύψους 20-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, μικρά ή μεγάλα και άνθη μικρά σε ακραία στάχυα, άσπρα ή ασπροκόκκινα. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες και υβρίδια που οφείλονται στην εύκολη διασταύρωση και τον πολυμορφισμό ( λεπτόφυλλος, πλατύφυλλος, αραιόφυλλος, συμπαγής κλπ. ).
Οικολογία : Δεν αυτοφύεται, αλλά μόνο καλλιεργείται. Ευδοκιμεί σε περιοχές με εύκρατο κλίμα, ήπιο και βραχύ χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι και σε χωράφια μέσης συστάσεως – πλούσια, ποτιστικά και στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο νωρίς την άνοιξη. Η μεταφύτευση γίνεται τον Απρίλιο – Μάιο σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ.. Ο σπόρος σπέρνεται και απ' ευθείας στο χωράφι την ίδια εποχή.
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση, 2-3 φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό και εδώδιμο. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. Τα φύλλα του τρώγονται ωμά, ενώ ολόκληρο το υπέργειο τμήμα θεωρείται διουρητικό, ευστόμαχο, σπασμολυτικό, αεραγωγό και γαλακτογόν
ΔΙΚΤΑΜΟΣ
Όνομα : Origanum dictamus L., ορίγανο το δίκταμο, αδίχταμος ατίταμος, δίκταμο, δίκταμνο, έρωντας, λιβανόχορτο, μαλλιαρόχορτο, στομαχόχορτο, τίταμο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα που το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία όλων των ασθενειών (πανάκια). Ειδικότερα το θεωρούσαν παυσίπονο και επουλωτικό των πληγών. Ο Αριστοτέλης και στη συνέχεια ο μαθητής του Θεόφραστος αναφέρουν ότι οι αγριοκατσίκες της Κρήτης όταν πληγώνονταν με βέλη έτρωγαν δίκταμο για να τα αποβάλουν και να κλείσουν οι πληγές.
Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλής φρύγανο. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, με πυκνό άσπρο τρίχωμα και άνθη ανοιχτά ρόδινα σε κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται μόνο στα βουνά της Κρήτης, όπου επίσης καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές και πεδινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούνιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το ξηρό υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι και για την παρασκευή του βερμούτ μαζί μ' άλλα βότανα. Επίσης θεωρείται ευστόμαχο, αντιδυσεντερικό, ανθελμινθικό, τονωτικό, αντισπασμωδικό, αιμοστατικό, αντισηπτικό και εμμηναγωγό.
ΡΙΓΑΝΗ
Όνομα : Origanum heracleoticum L., ορίγανο το ηρακλιώτικο, ρίανο, ρούανο, ρούβανο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Η ρίγανη είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις όρος και γάνος (λαμπρότητα), δηλ., είναι φυτό που λαμπρύνει το βουνό. Ο Ιπποκράτης τη χρησιμοποιούσε για τη θεραπεία της γαστραλγίας, παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος κ.α.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύκλαδο, τριχωτό ύψους 30-80 εκατ., φύλλα αντίθετα, έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, πολύ πριονωτά και άνθη άσπρα σε ακραίους κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε θαμνώδη και χέρσα μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα και καλλιεργείται σε μικρή έκταση. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, φτωχά-πλούσια, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος-Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακοποιία, ενώ η ξηρή δρόγη ως άρτυμα. Επίσης θεωρείται τονωτική, ευστόμαχη, αποχρεμπτική, διουρητική, καθαρτική, εμμηναγωγή, αντιψωριακή και αντιεπιληπτική.
ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ
Όνομα : Origanum majorana L., ή Majorana hortensis Moench., ορίγανο η ματζουράνα, μαντζουράνα.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπου τα νεαρά ζευγάρια στεφανώνονταν μ' αυτό στις γαμήλιες τελετές, γιατί πίστευαν ότι είχε το άρωμα της Αφροδίτης.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό λεπτό, σκληρό, τετραγωνικό, πολύκλαδο, κοκκινωπό, τριχωτό ή σχεδόν λείο, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα μικρά, αυγοειδή, μαλακά και άνθη μικρά, ασπροπράσινα, σε σφαιρικές φόβες.
Οικολογία : Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε γλάστρες και κήπους σ' όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές με ήπιο κλίμα και σε χωράφια πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά, στραγγερά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 40-50 εκατ
.Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα στην αρχή της ανθήσεως, δύο φορές το χρόνο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για την φαρμακοποιία και την αρωματοποιία. Επίσης χρησιμοποιείται ως άρτυμα, ενώ θεωρείται αντισπασμωδικό, αντισηπτικό, αντινευραλγικό και αντικεφαλαλγικό
ΡΙΓΑΝΗ η νησιώτικη
Όνομα : Origanum onites L., ορίγανο ονήτις, ρίγανη.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Και το είδος αυτό της ρίγανης πρέπει να ήταν γνωστό στην αρχαιότητα και να το αναφέρουν τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης, μαζί με το προηγούμενο είδος.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, απλό τριχωτό, ύψους 20-40 εκατ., φύλλα αντίθετα, αυγοειδή με λίγο χνούδι και άνθη άσπρα σε ακραίους συμπαγείς κορύμβους.
Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως στην Κρήτη και σε νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σα χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Έχει όλες τις ιδιότητες της κοινής ρίγανης με την οποία συνήθως αναμιγνύεται.
ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ
Όνομα : Rosmarinus officinalis L., ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός, ροσμαρίνι, δυοσμαρίνι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatac), χειλανθή
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα, όπως δε αναφέρουν ο Διοσκουρίδης και ο Οβίδιος οι αρχαίοι το χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό. Επίσης μαζί με τη μυρτιά και τη δάφνη κατασκεύαζαν ανθοδέσμες ή στεφάνια που στεφάνωναν τους νικητές.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό ορθόκλαδο, τετραγωνικό, πολύκλαδο και πυκνόφυλλο, ύψους 0,5-1,20 μ., φύλλα δερματώδη, γραμμοειδή, άμισχα σταχτοπράσινα και άνθη ασπροδερά ή ασπρογάλαζα, πολλά μαζί. Στις μασχάλες των φύλλων.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε μερικά μέρη της Ελλάδας ( Χάλια Βοιωτίας κλπ.) και καλλιεργείται σε διάφορες περιοχές ως καλλωπιστικό. Ευδοκιμεί σε δροσερές πεδινές και ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 0,80-1 επί 1-1,20 μ.. Άνθηση : Σχεδόν όλο το χρόνο.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, αρτυματικό και μελισσοτροφικό. Τα φύλλα και άνθη χρησιμοποιούνται ως άρτυμα σε διάφορα φαγητά και θεωρούνται τονωτικά, σπασμολυτικά, ευστόμαχο, χολαγωγά, εμμηναγωγά, εκτρωτικά, αντιρευματικά, εφιδρωτικά, αντιδιαβητικά, ανθελμινθικά και ηρεμιστικά. Επίσης περιέχουν αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία και στη σαπουνοποιΐα.
ΣΑΛΒΙΑ η φαρμακευτική
Όνομα : Salvia officinalis L., ελελίσφακος ο φαρμακευτικός, φασκομηλιά, φασκόμηλο, αλισφακιά, χαμοσφακιά, μοσχακίδη, μηλοσφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, λουσφάκι, φάσκος, αγριοσφακιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφακο του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη που το αναφέρουν επίσης ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός κ.α. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το έδιναν στις γυναίκες για να τις κάνουν γόνιμες, ενώ οι Λατίνοι το ονόμαζαν «φυτό ιερό».
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό τετραγωνικό, πολύκλαδο, χνουδωτό, ύψους 30-50 εκατ., φύλλα λογχοειδή ή προμήκη, οδοντωτά, χνουδωτά, πράσινα ή σταχτιά και άνθη ιώδη, σε αραιούς σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται κυρίως σε ορεινά θαμνώδη μέρη της Μακεδονίας. Ευδοκιμεί τόσο σε θερμές όσο και σε ψυχρές περιοχές (νησιά, ηπειρωτική Ελλάδα) και σε χωράφια ασβεστούχα, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα χρησιμοποιείται ως τσάι, ενώ θεωρείται ευστόμαχο, διουρητικό, αντισπασμωδικό, κατευναστικό των νεύρων, αντιαιμορραγικό, στυπτικό, αντιβηχικό, αντιαρθριτικό, αντιπυρετικό, εμμηναγωγό, αεραγωγό και αποχρεμπτικό.
ΣΑΛΒΙΑ η μηλοφόρος
Όνομα : Salvia pomifera L., ελελίσφακος ο μηλοφόρος, μηλοσφακιά, αγριοσφακιά, αλισφακιά, φλασκομηλιά, φουσκομηλιά, φασκομηλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για τον ελελίσφασκο με το «τραχύτερο φύλλο» του Θεόφραστου που το αναφέρει και ο Διοσκουρίδης.
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 50-100 εκατ., φύλλα έμμισχα, αυγοειδή ή προμήκη, λίγο χνουδωτά, σταχτιά και άνθη κοκκινοϊώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε πετρώδη μέρη στη νότιο Ελλάδα, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο, ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο και τονωτικό.
ΣΑΛΒΙΑ η λιβαδική
Όνομα : Salvia pratensis L., αλιφασκιά, σφακομηλιά.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Αναφέρεται ότι το καλλιεργούσαν στους κήπους της Αγγλίας τον 16ον αιώνα ενώ έκτοτε αυτοφύεται σ΄ όλη την Ευρώπη.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, ισχυρό με λίγες διακλαδώσεις ύψους 30-70 εκατ. Φύλλα στενόμακρα, λίγο οδοντωτά, πράσινα και άνθη κυανοιώδη μεγάλα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη και βοσκότοπους σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά, φτωχά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο.
ΣΑΛΒΙΑ η ερυθρανθής
Όνομα : Salvia sclarea L., σάλβια σκλάρεα, γοργόγιαννη, αϊ-γιάννης.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Η αρχική προέλευση του είναι οι παραμεσόγειες χώρες απ΄ τις οποίες διαδόθηκε στην Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία κλπ. Η κυριότερη χώρα παραγωγής του είναι η Σοβιετική Ένωση. Μικροποσότητες παράγουν επίσης η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, το Μαρόκο κ.α.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, με πυκνό τρίχωμα, ισχυρό, ύψους 40-80 εκατ., φύλλα έμμισχα πλατιά, αυγοειδή, στη βάση καρδιοειδή, χνουδωτά, σταχτοπράσινα και άνθη ασπροκόκκινα, σε ακραίες μεγάλες ταξιανθίες.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ασβεστούχα, μέσης συστάσεως, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 60-80 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Αύγουστος.
Συλλογή : Οι ανθοφόροι βλαστοί, όταν οι σπόροι στο μέσο της ταξιανθίας πάρουν χρώμα καφετί.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Καλλιεργείται κυρίως για το αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και στην αρωματοποιία. Οι ξηροί ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται στην παρασκευή ηδύποτων. Εξάλλου το αφέψημα τους θεωρείται κατάλληλο για τη θεραπεία του πονόματου, ενώ το εκχύλισμα σε κρασί θεωρείται τονωτικό και εμμηναγωγό. Επίσης το υπέργειο τμήμα θεωρείται ευστόμαχο, ανθυστερικό, διεγερτικό, φταρμιστικό και αντικαταρροϊκό.
ΣΑΛΒΙΑ η τρίλοβη
Όνομα : Salvia triloba L., ελελίσφακος ο τρίλοβος, αλισφακιά, αλιφακιά, φασκιά, φασκομηλιά, φάσκος.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το σφάκο του Θεόφραστου που όπως αναφέρει έχει «λειότερο το φύλλο και έλλατον».
Περιγραφή : Είναι μικρός αειθαλής θάμνος. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, ισχυρό, χνουδωτό, ύψους 30-60 εκατ., φύλλα προμήκη ή λογχοειδή, χνουδωτά, σταχτιά με δύο λοβούς στη βάση και άνθη ιώδη, σε βότρεις 2-6 ανά σπόνδυλο.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ή θαμνώδη μέρη σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης, της Κεφαλληνίας και άλλων νησιών. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια ξηρικά φτωχά-μέτριας γονιμότητας.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο ή απ΄ ευθείας στο χωράφι και με παραφυάδες. Η σπορά και η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 50-60 επί 70-80 εκατ.
Άνθηση : Μάιος - Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, Μάιο-Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα περιέχει αιθέριο έλαιο κατάλληλο για τη μαγειρική, τη σαπωνοποιία και τη φαρμακοποιία. Θεωρείται επίσης ευστόμαχο, αντιπυρετικό, τονωτικό και διουρητικό.
ΤΣΑΪ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
Όνομα : Sideritis scardica Gris., σιδηρίτης, τσάι του Ολύμπου.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Το όνομά του προέρχεται κατά μια μεν εκδοχή από την ικανότητα του φυτού να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από σιδερένια αντικείμενα, κατ΄ άλλων δε από τα δόντια του κάλυκα που έχουν σχήμα αιχμής λόγχης. Επίσης μια τρίτη εκδοχή είναι ότι το όνομα σιδηρίτις προέρχεται από το σίδηρο επειδή το φυτό αυτό περιέχει αρκετή ποσότητα από το στοιχείο αυτό.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό απλό ή διακλαδισμένο, τετραγωνικό, λίγο ξυλώδη στη βάση, φύλλα τα κατώτερα έμμισχα και τα ανώτερα άμισχα λογχοειδή, λίγο πριονωτά με άσπρο χνούδι και άνθη έντονα κίτρινα σε ακραίες ταξιανθίες.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε βραχώδη μέρη και σε υψόμετρο πάνω από 1000μ. στον Όλυμπο, στον Κίσαβο, στο Πήλιο κ.α. Καλλιεργείται στους νόμους Μαγνησίας και Κοζάνης. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές και σε χωράφια, ασβεστούχα, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούλιος - Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Οι ανθοφόροι βλαστοί χρησιμοποιούνται ως τσάι και θεωρούνται ευστόμαχοι, εφιδρωτικοί, τονωτικοί, αντιερεθιστικοί, αντιδιεγερτικοί και αντιαναιμικοί γιατί περιέχουν σίδηρο.
ΣΤΑΧΥΣ
Όνομα : Stachys germanica L., στάχυς ο γερμανικός.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως στάχυ.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό, ύψους 30-80 εκατ., φύλλα ασπροπράσινα με βελούδινο τρίχωμα, τα κατώτερα αυγοειδή – προμήκη και τα ανώτερα λογχοειδή που στενεύουν στη βάση και άνθη ρόδινα σε πολυανθείς σπονδύλους.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε χέρσα ορεινά μέρη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές και σε χωράφια φτωχά μέτριας γονιμότητας, ασβεστούχα, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ..
Άνθηση : Ιούνιος – Αύγουστος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται αντιπυρετικό και εφιδρωτικό.
ΤΕΥΚΡΙΟ
Όνομα : Teucrium polium L., τεύκριο το κοινό, της αγάπης το βοτάνι, της Παναγίας το βοτάνι, λιβανόχορτο, πόλιο, αμάραντο, ασπρόχορτο, νουζλόχορτο, στομαχοβότανο, ύσσωπος, παναγιόχορτο.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα. Πρόκειται για το πόλιο του Θεόφραστου, που πίστευε ότι προφύλασσε τα ρούχα από τον σκόρο. Επίσης αναφέρεται ότι το χρησιμοποιούσαν για τη γονιμόποίηση των σύκων.
Περιγραφή : Είναι πολυετές φυτό. Έχει βλαστό όρθιο τετραγωνικό, πολύ τριχωτό, ύψους 10-30 εκατ., φύλλα αντίθετα, επιφυή λογχοειδή-σφηνοειδή, τριχωτά, σχεδόν άσπρα και άνθη σε σφαιρικά ή αυγοειδή κεφάλια.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη σ΄ όλη την Ελλάδα. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά-μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Με σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη σε αποστάσεις 30-40 επί 50-60 εκατ.
Άνθηση : Ιούνιος - Σεπτέμβριος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα, σε πλήρη άνθηση.
Ιδιότητες : Είναι φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Το υπέργειο τμήμα θεωρείται επουλωτικό, αντιπυρετικό, υποτασικό, εντομοδιωκτικό, τονωτικό και διουρητικό.
ΘΥΜΑΡΙ
Όνομα : Thymus sibthorpii Benth., θύμος ο σιβθόρπιος, θυμαράκι.
Οικογένεια : Lamiaceae (Labiatae), χειλανθή.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ' την αρχαιότητα και πιθανόν να πρόκειται για τον ήμερο ερπύλο του Θεόφραστου.
Περιγραφή : Είναι πολυετής πόα. Έχει βλαστό ισχυρό, όρθιο, τετραγωνικό, με μικρό χνούδι, ύψους 15-25 εκατ., φύλλα έμμισχα, αντίθετα, λογχοειδή – ελλειψοειδή, τα παράνθια με άσπρες νευρώσεις και άνθη μικρά, ροδόχρωμα.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε λειβάδια και χέρσα μέρη της Βόρειας Ελλάδας. Ευδοκιμεί σε ημιορεινές δροσερές περιοχές και σε χωράφια φτωχά – μέτριας γονιμότητας, ξηρικά.
Πολλαπλασιασμός : Μ ε σπόρο που σπέρνεται σε σπορείο και με παραφυάδες. Η μεταφύτευση γίνεται το φθινόπωρο και την άνοιξη σε αποστάσεις 40-50 επί 60-70 εκατ.
Άνθηση : Μάιος – Ιούλιος.
Συλλογή : Το υπέργειο τμήμα σε πλήρη άνθηση.
Όνομα : Laurus nobilis L., δάφνη η ευγενής, βάγια, βάϊα, δαφνόφυλλα.
Οικογένεια : Lauraceae, δαφνώδη.
Ιστορικό : Είναι φυτό γνωστό απ’ την αρχαιότητα. Το αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, ενώ ο Διοσκουρίδης το θεωρούσε φαρμακευτικό. Με κλαδιά δάφνης στεφάνωναν οι αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι τους ήρωες και τους νικητές. Η εκκλησία μας χρησιμοποιεί τα δαφνόκλαδα (βάγια ) στη γιορτή των Βαΐων.
Περιγραφή : Είναι μικρό αειθαλές δένδρο. Έχει βλαστό πολύκλαδο, βαθυπράσινο, λείο, ύψους 3-5 μ., φύλλα εναλλασσόμενα, δερματώδη, λογχοειδή με πολλά νεύρα και άνθη αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα, εύοσμα, άσπρα ή κιτρινοπράσινα, στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός ( δαφνοκούκι ) έχει χρώμα κυανόμαυρο και μοιάζει με μικρή ελιά.
Οικολογία : Αυτοφύεται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και ιδίως στην Κρήτη, στην Κεφαλονιά, στη Θάσο, στο Πήλιο και στο Άγιον Όρος. Επίσης καλλιεργείται σε πάρκα και κήπους. Ευδοκιμεί σε δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και σε χωράφια φτωχά – πλούσια, ξηρικά ή ποτιστικά.
Πολλαπλασιασμός : Κυρίως με σπόρο ( καρπό ) που σπέρνεται σε σπορείο. Τα μοσχεύματα δεν ριζοβολούν, εκτός αν τα βάλουμε σε υδρονέφωση. Η μεταφύτευση γίνεται την άνοιξη ή το φθινόπωρο σε αποστάσεις 2-2,5 επί 3-4.
Άνθηση : Απρίλιος – Μάιος.
Συλλογή : Τα δαφνόφυλλα τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο.
Ιδιότητες : Είναι αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό. Τα δαφνόφυλλα χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως άρτυμα. Απ’ αυτά λαμβάνεται αιθέριο έλαιο (δαφνέλαιο) με απόσταξη, που χρησιμοποιείται στην σαπουνοποιΐα και στις βιομηχανίες τροφίμων. Επίσης θεωρούνται αντιρευματικά, αφιδρωτικά, χολαγωγά, ηπατικά αντιαρθριτικά, αντιδιαρροϊκά και τονωτικά της λειτουργίας της πέψης. Δαφνέλαιο λαμβάνεται επίσης και απ’ τους καρπούς με συμπίεση.
Όνομα : Acacia dealbata
Αειθαλές δέντρο, με κλάδους όχι αγκαθωτούς, φύλλωμα αργυρόγκριζο και λείο, γκριζωπό φλοιό. Τα φύλλα μεγάλα, πτεροειδή (10-12 ζεύγη), μικρά (0,3-0,4 εκ.). τα άνθη σε ποδισκοφόρα, σφαιρόμορφα κεφάλια, σε βοτρυώδεις δέσμες.
Καλλιεργείται ευρύτατα στην Ν. Ευρώπη, έχει διαδοθεί φυσικά και απαντιέται ως αυτοφυές.