Η Γουρουνοχαρά Στο Γριζάνο























Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα του Γριζάνου ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού.

Η προετοιμασία γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε να λέγετε “γουρουνοχαρά ή γρουνοχαρά” γιατί η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι, τη χαρά και τη διασκέδαση σε μια εποχή που έλειπαν ακόμη κι όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα, όπως η τηλεόραση!
Έτσι όταν προσκαλούσαν κάποιον στο σπίτι τους την ημέρα αυτή δεν έλεγαν «έλα να σφάξουμε το γουρούνι»αλλά «έλα, έχουμε γουρουνοχαρά».
Για τη σφαγή ενός μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 3-5 άνδρες από τους παραδοσιακούς αυτοδίδακτους «χασάπηδες» του χωριού.
Τα γουρούνια σφάζονταν συνήθως τις παραμονές των Χριστουγέννων .
Οι άνδρες νωρίς το πρωί ετοίμαζαν το γουρούνι που ήταν για σφάξιμο.
Έπιαναν δύο τα πίσω πόδια, δύο τα μπροστινά και ο πέμπτος αφού φρόντιζε πρώτα να δέσει το στόμα του γουρουνιού με σύρμα για να μη τον δαγκώσει, έμπηγε το μαχαίρι στο λαιμό του άτυχου ζώου.
Ακολουθούσε η ιεροτελεστία του θυμιατίσματος του ζώου. Η νοικοκυρά του σπιτιού έπαιρνε κάρβουνα απ’ τη φωτιά και, μαζί με θυμίαμα θυμιάτιζε το σφάγιο για να ξορκίσει το κακό και για να ευχηθούν την επόμενη χρονιά το σφαχτό τους να είναι μεγαλύτερο.
Για τον ίδιο λόγο χάρασσαν το σχήμα του σταυρού στο λαιμό του ζώου. Από τον λαιμό έκοβαν τον «γκουργκουλιάνο» (κομμάτι του λαιμού) και τον έριχναν στα κάρβουνα να ψηθεί, ήταν ο πρώτος μεζές.
Στη συνέχεια τοποθετούσαν αριστερά και δεξιά του από ένα καδρόνι για να σταματάει όρθιο πάνω στη ραχοκοκαλιά.
Αφαιρούσαν το κεφάλι για να το ζεματίσουν οι γυναίκες και να το καθαρίσουν από τις τρίχες.Ακολουθούσε το γδάρσιμο, που ήθελε ειδικά μαχαίρια και προσοχή για να μην τρυπηθεί αλλά και να μην μείνει λίπος στο δέρμα.
«-Ιέ ρα πιδάκι μ, το γιέμσις κουμπότρυπις του τουμάρι, ντίπ διεν προσέχς, τι γουρνουτσάρχα θα φκιάξουμι κι πως θα του πλήσουμι».
Το δέρμα το άπλωναν να στεγνώσει, το αλάτιζαν και μετά το δίπλωναν και το αποθήκευαν. Απ’ αυτό κατασκευάζονταν τα γουρουνοτσάρουχα που φορούσαν στα πόδια τους σε πιο ήπιες καιρικές συνθήκες, όχι σε βροχές και χιόνια το χειμώνα. Αργότερα τα πουλούσαν στους εμπόρους δερμάτων.
Ανοιγόταν η κοιλιά του ζώου για βγουν τα εντόσθια, τα οποία έπλεναν και καθάριζαν οι γυναίκες, …και η «γουρνοχαρά» ξεκινούσε με την πρώτη τηγανιά.
Οι πιτσιρικάδες περίμεναν πως και πώς να πάρουν την φούσκα (ουροδόχο κύστη) που με ένα καλάμι την φούσκωναν και την έκαναν μπάλα ποδοσφαίρου.
«-Άϊ κάντε σιαπέρα, ρα σιουϊάδις. Μη πατάτι απάν στα ιαίματα, θέλντι κι να κοινουνίστι αύριου.»
Το υπόλοιπο ζώο κοβόταν σε τέσσερα τεμάχια όσα και τα πόδια, για να μπορεί να κρεμαστεί στο δέντρο μέχρι να τεμαχιστεί σε μικρότερα κομμάτια. Το ψαχνό προμαγειρεύονταν και συντηρούνταν μέσα στο λίπος του γουρουνιού σε μεγάλα δοχεία ή βαρέλια για μήνες μετά. Είναι η «αλευριά» που συνήθως μετά μαγειρεύονταν με πράσα ή στο τηγάνι με αυγά.
Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν σε καζάνια την ίδια ημέρα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού και αφού πάγωνε, διατηρούνταν όλο το χρόνο καθώς δεν υπήρχε λάδι στην περιοχή ούτε βέβαια και η οικονομική δυνατότητα αγοράς του.
Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τη «Λίππα», όπως ονόμαζαν το παστό λίπος, όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα.
Ιδιαίτερα νόστιμες ήταν οι πίτες στις οποίες χρησιμοποιούσαν τη «Λίππα»,
Ότι απέμενε από το καμένο λίπος το τοποθετούσαν σε δοχείο και αποτελούσε ένα εξαίρετο μεζέ για τσίπουρο, τις λεγόμενες «τσιγαρίδες» ή «τσιγαρίθρες».
Την ίδια μέρα έφτιαχναν παστό κρέας βράζοντας διάφορα κομμάτια από τα πόδια και το κεφάλι του ζώου τον ονομαζόμενο «πασπαλά», ο οποίος οφείλω και εγώ να ομολογήσω, ήταν εξαιρετικό μεζεδάκι.
«Η Γουρουνοχαρά Στο Γριζάνου»