Το Ευρωδικαστήριο ζητά πίσω τα λεφτά από τα δάνεια Κοντού για τα σιτηρά


Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ενισχύσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό τα άτοκα δάνεια των 150 εκατ. ευρώ που έδωσε με εγγύηση Ελληνικού Δημοσίου ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέκος Κοντός, στις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών για να πληρώσουν τη σοδειά σιτηρών του 2008. Έτσι, το Δικαστήριο την Τετάρτη 9 Απριλίου απέρριψε την προσφυγή της Ελλάδας, που είχε ζητήσει να ακυρωθεί η απόφαση της Κομισιόν για την επιστροφή των ενισχύσεων.
Σημειώνεται ότι το ποσό που πρέπει να ανακτήσει από τις Ενώσεις η Ελλάδα δεν είναι το σύνολο των 150 εκατ. ευρώ, αλλά η επιδότηση του επιτοκίου και η εγγύηση που κατέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο σε όσες περιπτώσεις χρειάστηκε.

Η ανακοίνωση του Δικαστηρίου έχει ως εξής:
Το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει την απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει στην Ελλάδα να ανακτήσει τις ενισχύσεις τις οποίες είχε χορηγήσει στους παραγωγούς δημητριακών και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς το 2008.
Οι ενισχύσεις αυτές αφορούσαν, αφενός, επιδότηση επιτοκίου και, αφετέρου, εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% για δάνεια συνολικού ποσού 150 εκατομμυρίων ευρώ.
Κατά τις ελληνικές αρχές, η πλεονάζουσα παραγωγή αραβοσίτου και σίτου οδήγησε σε πτώση των τιμών το 2008. Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ελάχιστο εισόδημα στους γεωργούς, χορηγήθηκαν με διάφορες υπουργικές αποφάσεις δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% και επιδότηση επιτοκίου προς 57 ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών (ΕΑΣ), συνολικού ύψους 150 εκατομμυρίων ευρώ. Τα δάνεια προορίζονταν να διατεθούν στους παραγωγούς για τις ποσότητες δημητριακών που οι ΕΑΣ είχαν αγοράσει ή παραλάβει κατά τη διάρκεια του 2008. Οι τιμές των δημητριακών που καθόρισε η Ελλάδα αντιστοιχούσαν στις τιμές που χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό των προκαταβολών που θα καταβάλλονταν στους γεωργούς δυνάμει της δανειακής συμβάσεως.
Η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα δάνεια αυτά συνεπάγονταν επιλεκτικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι, αφενός, αποσκοπούσαν στη βελτίωση του εισοδήματος των Ελλήνων γεωργών με την τεχνητή αύξηση της τιμής πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ και, αφετέρου, οι ΕΑΣ και οι παραγωγοί είναι οι μόνοι δικαιούχοι των δανείων. Πάντα κατά την Επιτροπή, το πλεονέκτημα αυτό δημιουργούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού (καθόσον η εμπορική θέση των παραγωγών ενισχύθηκε σε σχέση προς τη θέση άλλων επιχειρήσεων) και επηρέαζε τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (καθόσον στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο).
Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα να ανακτήσει τις ενισχύσεις που είχε χορηγήσει το 2008 στους παραγωγούς δημητριακών και τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που συγκεντρώνουν δημητριακά.
Η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή στο σύνολό της.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις ή συνεπάγονται οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει μια επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για τις επιδοτήσεις επιτοκίου, στο μέτρο που είναι ικανές να ευνοήσουν τον δικαιούχο έναντι των ανταγωνιστών του, καθώς και για την εγγύηση του Δημοσίου σε ποσοστό 100% του δανείου. Οι ενισχύσεις που απαλλάσσουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων της νοθεύουν καταρχήν τους όρους του ανταγωνισμού.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίδικη απόφαση είναι σαφής και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι περιέχει όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της φύσεως των προς ανάκτηση ενισχύσεων, των ποσών τους καθώς και των δικαιούχων σε βάρος των οποίων πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το συγκεκριμένο όφελος για κάθε κατηγορία έπρεπε να εξεταστεί σε εθνική κλίμακα κατά το στάδιο της ανακτήσεως, καθόσον εξαρτιόταν από τη σχέση μεταξύ των ΕΑΣ και των γεωργών-μελών τους.
Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει εξάλλου ότι η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας όσον αφορά την ενίσχυση ήταν επαρκώς σαφής και απαλλαγμένη αμφισημίας και, επομένως, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Όσον αφορά τη φύση των ενισχύσεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα –έστω και σχετικά μικρά– επιλεκτικά οικονομικά πλεονεκτήματα που συνίστανται στην επιδότηση επιτοκίου και στην καλύπτουσα το συνολικό ποσό του δανείου εγγύηση δεν θα είχαν επιτευχθεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Εξάλλου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του ότι στον τομέα της γεωργίας υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών των κρατών μελών, το χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν κατ’ αρχήν τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.
Επομένως, χάρη στον μηχανισμό άτοκου δανείου με εγγύηση του Δημοσίου, οι παραγωγοί μπόρεσαν, παρά την κατάσταση πλεονάζουσας παραγωγής, να πωλήσουν το απόθεμά τους δημητριακών στις ΕΑΣ, και μάλιστα σε τιμή την οποία δεν θα είχαν επιτύχει αν δεν είχε χορηγηθεί δάνειο με τέτοιους όρους στις ΕΑΣ.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες βάσει του «προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις» (ΠΚΠ), δεδομένου ότι αυτό τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 31 Οκτωβρίου 2009. Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί συνεπώς ότι τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής που είχαν εγκριθεί πριν από την ημερομηνία αυτή δεν καλύπτονταν από το ΠΚΠ.
Αλεξανδρής Πέτρος|  09/04/2014 - 11:31 πμ