Τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής Επιτροπής, με αντικείμενο την τεκμηρίωση και προώθηση του ζητήματος των γερμανικών κατοχικών οφειλών, αποφάσισαν οι Επιτροπές Οικονομικών και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, κατά τη δεύτερη σχετική, κοινή συνεδρίασή τους.
Ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί, παρότι είχαν προσκληθεί, δεν προσήλθαν, ενώ κατά τη συνεδρίαση διαπιστώθηκε ότι ο σχετικός φάκελος που υπήρχε πριν από δεκαετίες στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αναζητείται, η δε Τράπεζα της Ελλάδος παραπέμπει για το κατοχικό δάνειο στο υπουργείο Οικονομικών κι αυτό με τη σειρά του στην ΤτΕ.
Η ακριβής εκτίμηση του κατοχικού δανείου σε σημερινές τιμές - όπως σημείωσε η Βάσω Παπανδρέου - δεν έχει γίνει. Η κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε στη συνεδρίαση από τους υπουργούς Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, οι οποίοι επανέλαβαν πως το ζήτημα της διεκδίκησης των κατοχικών οφειλών παραμένει ανοικτό και θα ασκηθεί «εν ευθέτω χρόνω, όποτε κριθεί αυτό αναγκαίο».
Ο ανεξάρτητος βουλευτής Παναγιώτης Κουρουμπλής και άλλοι βουλευτές είχαν ζητήσει να προσέλθουν στη συνεδρίαση τόσο οι πολιτικοί αρχηγοί όσο και ο πρωθυπουργός.
Ο υπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, δήλωσε πως αναζητεί το αρχείο που υπήρχε πριν από δεκαετίες στην Διεύθυνση 25 του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και που αφορούσε ζητήματα πολεμικών αποζημιώσεων: «Το αναζητώ - και θα θέσω στην διάθεση της Επιτροπής, οποιοδήποτε στοιχείο υπάρξει.
Οι υπηρεσίες με ενημέρωσαν πως κανείς την τελευταία 20ετία δεν ασχολήθηκε με το ζήτημααυτό», ανέφερε ο υπουργός. Δηλώνοντας ότι συμμερίζεται την ανάγκη επαναθέρμανσης του ζητήματος των ελληνικών αξιώσεων, και με το οικογενειακό του σπίτι στα Καλάβρυτα καμένο - όπως υπέμνησε - απ' τα στρατεύματα κατοχής, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, συνέστησε προσοχή και νηφαλιότητα, όχι για να παραπεμφθεί το ζήτημα εκ νέου στις ελληνικές καλένδες, αλλά για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη δυνατή τεκμηρίωσή του.
Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισε πως «θα είναι λάθος να συνδεθεί με τη συγκυρία».
Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης που αναγνώρισε το δικαίωμα ετεροδικίας της Γερμανίας, δεν είναι μεν ευνοϊκή για ιδιωτικές αποζημιώσεις, αλλά«αφήνει ανοιχτά σε επίπεδο Πολιτείας, τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των γερμανικών επανορθώσεων για καταστροφές και κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών. Αυτά όμως είναι κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να εξετάσουμε σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, καθώς η εξωτερική μας πολιτική, βασίζεται πρωτίστως στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου.
Δυστυχώς, το διεθνές δίκαιο είναι εθιμικό - και ως τέτοιο, δίκαιο των ισχυρών. Όταν λοιπόν διεκδικείς, πρέπει να πηγαίνεις με όλα σου τα επιχειρήματα και πρέπει να ξέρεις και το επόμενο βήμα σου. Το πολιτικό ερώτημα, είναι το πώς θα καθίσει η Γερμανία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και πότε...», ανέφερε ο υπουργός Δικαιοσύνη Η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των αξιώσεών της γύρω από το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και δεν πρόκειται να το κάνει, διαβεβαίωσε ο υπουργός Εξωτερικών.
Ο Σταύρος Δήμας τόνισε ότι η εκκρεμότητα των γερμανικών αποζημιώσεων υφίσταται και διατηρούμε πάντα το δικαίωμα και τις δυνατότητες για τον χειρισμό του, ώστε να έχει τη δέουσα και προσφορότερη κατάληξη για τη χώρα μας Ο κ. Δήμας αναφέρθηκε και στις σημερινές σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας, σημειώνοντας ότι πρέπει να «διέπονται από αλληλοσεβασμό» και πρόσθεσε ότι στο πνεύμα αυτό πρέπει να συζητηθεί ξανά το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Υποστήριξε επίσης ότι «είναι προσβλητικό να συγκρίνεται η σημερινή Γερμανία με τη ναζιστική Γερμανία», όσο προσβλητικές είναι και «οι προτάσεις να πουλήσουμε τα νησιά μας ή την Ακρόπολη».
Στις τοποθετήσεις των βουλευτών, κοινή υπήρξε η καταδίκη της αμέλειας που επέδειξε επί δεκαετίες το ελληνικό Δημόσιο, ενώ ομόφωνη υπήρξε η υιοθέτηση της πρότασης του Π. Κουρουμπλή και άλλων 37 βουλευτών, να συσταθεί ειδική κοινοβουλευτική Επιτροπή για την τεκμηρίωση και προώθηση των ελληνικών αξιώσεων, να ζητηθεί από τη γερμανική Βουλή και το Ευρωκοινοβούλιο, η άδεια να εκθέσει δημόσια ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων τα επιχειρήματα της χώρας και να υπάρξει ειδική ημερίδα της Ελληνικής Βουλής, με τη συμμετοχή των απανταχού ελληνικής καταγωγής βουλευτών, με θέμα «την κοινή στρατηγική παγκόσμιας προβολής αυτού του κρίσιμου εθνικού ζητήματος».
Καταγράφεται επίσης και η πρόταση του Κυριάκου Βελόπουλου (ΛΑΟΣ), «να επανασυσταθεί το γραφείο Εγκληματιών Πολέμου, που έκλεισε το 1952».