«Πήραν φωτιά» οι τιμές της αγροτικής γης, μέχρι και 10.000 ευρώ/στρέμμα

Μέχρι και 10.000 ευρώ ανά στρέμμα προσφέρεται σε αγρότες, για να αγοράσουν εκτάσεις γης, προκειμένου να «φυτέψουν» φωτοβολταϊκά πάνελς και να παράξουν ηλιακή ενέργεια. Ο φωτοβολταϊκός… «πυρετός» που επικρατεί στην ύπαιθρο, από το καλοκαίρι, οπότε και εκδόθηκε η σχετική Απόφαση, έχει «ζωηρέψει» το ενδιαφέρον κάθε λογής επενδυτών που προτίθενται να αγοράσουν αγροτική γη.
Κατά πρώτο λόγο, η οικονομική κρίση, η αβεβαιότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος και η διάθεση επενδυτών που διαθέτουν ρευστότητα να αγοράσουν ακίνητα, που ανέκαθεν, αποτελούν «σίγουρη λύση», σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, κατά δεύτερο, η δυνατότητα για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων σε αγροτεμάχια υψηλής παραγωγικότητας από τους κατ' επάγγελμα αγρότες (με τις κατά προτεραιότητα αιτήσεις στη ΔΕΗ), που προήλθε από τις επίμονες όσο και αποτελεσματικές προσπάθειες της ΠΑΣΕΓΕΣ και προσωπικά του προέδρου, Τζανέτου Καραμίχα και κατά τρίτο οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε διατροφικά προϊόντα ποιότητας και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν «εκτοξεύσει» στα ύψη το ενδιαφέρον για αγορά καλλιεργήσιμης γης.
Έτσι, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, οι τιμές που προσφέρονται στους αγρότες από εταιρικά σχήματα ή και ιδιώτες έχουν «ξεφύγει». Για παράδειγμα στο μεγαλύτερο σε έκταση νομό της χώρας, την Αιτωλοακαρνανία, προσφέρεται σε αγρότες, προκειμένου να παραχωρήσουν το αγροτεμάχιό τους ή το βοσκότοπό τους, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση (επισυναπτόμενη φωτoγραφία) συγκεκριμένης εταιρείας το... «εξωφρενικό» ποσό των 10.000 ευρώ ανά στρέμμα. Απαραίτητη προϋπόθεση, η έκταση να είναι 5 έως 10 στρεμμάτων και ενιαία. Βέβαια, στις πιο πολλές περιπτώσεις αγοραπωλησίας, οι τιμές για τα «καλά» χωράφια, που διαθέτουν δυνατότητα άρδευσης (ποτιστικά) και καταγράφονται αυτή την περίοδο στην ύπαιθρο και σε περιοχές καθαρά αγροτικές, κυμαίνονται από τα 1.500 και φτάνουν ως τα 2.000 ευρώ, για μεγάλες «μερίδες», συνολικής έκτασης 40 περίπου, κατά βάση, στρεμμάτων.
Αποκλίσεις στις τιμές καταγράφονται σε περιοχές που δεν υπάρχουν διαθέσιμες εκτάσεις. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι αγρότες που κατέχουν αγροτικές γαίες, είναι σε θέση να ζητούν τιμές ακόμη μεγαλύτερες από τις προαναφερθείσες.
Τη γενικότερη τάση που φαίνεται ότι διαμορφώνεται σε εγχώριο, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνει και η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία τονίζει σε ειδική μελέτη που εκπόνησε ότι καθώς οι αυξανόμενες τιμές των αγροτικών προϊόντων δημιουργούν κίνητρα για την αγορά μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η προστασία των τοπικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το «ράλι» των τιμών των αγροτικών προϊόντων κατά τα έτη 2007/08 «πυροδότησε» έναν αγώνα δρόμου για την αγορά γης, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στο 2009 πραγματοποιήθηκαν αγορές καλλιεργήσιμης γης έκτασης 45 εκατομμυρίων εκταρίων σε όλο τον κόσμο, ενώ μέχρι το 2008 οι αγορές γης κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα 4 εκατ. εκτάρια ετησίως, σύμφωνα με τη μελέτη.
Στο σκηνικό αυτό είναι κρίσιμη η ύπαρξη ισχυρών και σαφών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, ώστε οι ιδιοκτήτες γη να μπορούν να διαπραγματευτούν απευθείας με τους επενδυτές, να εξασφαλίσουν υψηλότερες τιμές πώλησης και οι επενδύσεις να είναι επωφελείς για την τοπική οικονομία, τονίζει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 14 χώρες, έπειτα από αίτημα ορισμένων κρατών στην Παγκόσμια Τράπεζα για παροχή συμβουλών σχετικά με το πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Η Παγκόσμια Τράπεζα ισορροπεί ανάμεσα σε αντιτιθέμενα συμφέροντα, υποστηρίζοντας τις αγορές γης μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής, αλλά και προειδοποιώντας για τους πιθανούς κινδύνους.
«Εάν γίνει σωστά, η γεωργία μεγάλης κλίμακας μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες στις φτωχές χώρες με μεγάλο αγροτικό τομέα και άφθονη γη», σημειώνει η έρευνα. Για το σκοπό αυτό, η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει κώδικα ορθής πρακτικής επτά σημείων για τους επίδοξους επενδυτές και τις χώρες που φιλοξενούν τις επενδύσεις: σεβασμός των τοπικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας, διαφάνεια και χρηστή διαχείριση, διαβούλευση με τους πληθυσμούς που επηρεάζονται, υπεύθυνες επενδύσεις, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Η μελέτη κάνει συγκεκριμένες συστάσεις για την καλύτερη διαχείριση της γης. Για παράδειγμα, σε χώρες με μεγάλες διαθέσιμες εκτάσεις αλλά χαμηλές αποδόσεις, οι κυβερνήσεις και οι αγρότες μπορούν να ωφεληθούν από την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων που αυξάνουν την παραγωγικότητα των μικροκαλλιεργητών.
Επιπλέον, η Παγκόσμια Τράπεζα συνιστά στις κυβερνήσεις να χαρτογραφήσουν τη διαθέσιμη γη και να προσδιορίσουν τον τύπο των καλλιεργειών που χρειάζονται για να τονώσουν τις εξαγωγές τους η να καλύψουν τις ανάγκες των εγχώριων αγορών.
Πάντως, γεγονός είναι πως το ενδιαφέρον για καλλιεργήσιμη γη αυξάνει ραγδαία, τονίζει ο Γιούργκεν Φόγκελε, διευθυντής του τομέα γεωργίας της Παγκόσμιας Τράπεζας, «λόγω της αστάθειας των τιμών των εμπορευμάτων, αυξανόμενων ανθρωπογενών και περιβαλλοντικών πιέσεων και της ανησυχίας για την επισιτιστική ασφάλεια».http://www.paseges.gr